-
1 κατέψηκται
καταψήχωrub down: perf ind mp 3rd sg -
2 κατα-ψήχω
κατα-ψήχω, 1) abreiben, striegeln, streicheln; ἵππους Eur. Hipp. 109; Sp.; τὴν χεῖρα Ath. VI, 257 a; γενείου ἄκρα καταψήχων Agath. 70 (XI, 354); übertr., ἃς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισιν, Ap. Rh. 3, 1102. – 2) zerreiben, klein machen; κατέψηκται Soph. Trach. 695; Nic. Th. 898.
-
3 καταψήχω
2 wear away, consume, χρόνος πάντα κ. cj. in Simon.176:—[voice] Pass., crumble away, , cf. Pl.Ti. 84a.II stroke, caress, ;χεῖρα Clearch.25
;κόμην Luc.Am. 44
;ἄκρα γενείου AP11.354.12
(Agath.): metaph.,ὣς φάτο μειλιχίοισι καταψήχων ὀάροισι A.R.3.1102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψήχω
См. также в других словарях:
κατέψηκται — καταψήχω rub down perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψήχω — (Α) 1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.) 2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί 3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.) 4. παθ. καταψήχομαι κατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε… … Dictionary of Greek