-
1 καταδεδιητημένοι
-
2 καταδεδιῃτημένοι
-
3 κατα-διαιτάω
κατα-διαιτάω, als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασϑαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.
См. также в других словарях:
καταδεδιῃτημένοι — καταδιαιτάω decide as arbitrator against perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)