Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατωμάδιος

См. также в других словарях:

  • κατωμάδιος — κατωμάδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που φοριέται πάνω στον ώμο ή είναι κρεμασμένος από τους ώμους 2. φρ. «δίσκος κατωμάδιος» ο δίσκος που εκσφενδονίζεται με το χέρι σηκωμένο πάνω από το ύψος τού ώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠμ ά διος «αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κατωμάδιος — from the shoulder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμάδιον — κατωμάδιος from the shoulder masc acc sg κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίη — κατωμάδιος from the shoulder fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίην — κατωμάδιος from the shoulder fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίης — κατωμάδιος from the shoulder fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίοιο — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίοισι — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμαδίου — κατωμάδιος from the shoulder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμάδια — κατωμάδιος from the shoulder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωμάδιαι — κατωμάδιος from the shoulder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»