Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λοφόεις

См. также в других словарях:

  • λοφόεις — λοφόεις, εσσα, εν (Α) [λόφος] 1. (για πτηνό) αυτός που έχει λοφίο 2. (για τόπο) αυτός που έχει λόφο («πολυσφαράγῳ δὲ κυδοιμῷ Ταυρείου λοφόεντος ἀρασσομένου κενεῶνος», Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • λοφόεντα — λοφόεις crested neut nom/voc/acc pl λοφόεις crested masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφόεντι — λοφόεις crested masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφόεντος — λοφόεις crested masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφόεσσα — λοφόεις crested fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφόεσσαν — λοφόεις crested fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»