Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λοφίδιον

См. также в других словарях:

  • λοφίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφιδίου — λοφίδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφιδίων — λοφίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοφίδιο — το (Α λοφίδιον) [λόφος] μικρός λόφος, λοφίσκος νεοελλ. ανατ. έπαρμα που θυμίζει μικρό λόφο (α. «λοφίδιο τού προσωπικού νεύρου» β. «σπερματικό λοφίδιο») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»