Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άδιος

См. также в других словарях:

  • ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτάδιος — κρυπτάδιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια κρυφά, μυστικά, λαθραία. επίρρ... κρυπταδίως (Α) κρυφά, λαθραία, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • κωμάδιος — κωμάδιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυπτ άδιος, λαμπ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μεράδιος — μεράδιος, ον (Μ) χωρισμένος σε μέρη. επίρρ... μεραδίως (Μ) σε πολλά σημεία, σε πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος, μεσ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ορθάδιος — ὀρθάδιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθός + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος, κρυπτ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • τριχθάδιος — ία, ον, Α τριπλός, τριμερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχθά + επίθημα άδιος (πρβλ. διχθ άδιος, κατοικ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσάδιος — μεσάδιος, ία, ον (Α) (αιολ. τ.) κεντρικός, μέσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. άδιος (πρβλ. διχθ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • συγκοιτάδιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύγκοιτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμευνάδιος — ία, ον, Α αυτός που κοιμάται καταγής, χαμεύνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμεύνη + κατάλ. άδιος (πρβλ. κατοικ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»