Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατα-τύπτω

См. также в других словарях:

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • καττύπτεσθε — κατά τύπτω beat pres imperat mp 2nd pl κατά τύπτω beat pres ind mp 2nd pl κατά τύπτω beat imperf ind mp 2nd pl (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατυπτήσαντος — κατά τύπτω beat aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέτυπτε — κατά τύπτω beat imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκτύπησαν — κατά , ἐκ τύπτω beat aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) κατά κτυπέω crash aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»