-
1 κατα-τύπτω
κατα-τύπτω, schlagen, καττύπτεσϑε, poet. bei Hephaest. p. 34.
-
2 τύπτω
τύπτω, schlagen; Curtius Grundz. d. Griech. Et. 2. Aufl. S. 204; Att. Prosa: τύπτω (τύπτομαι u. s. w.), τυπτήσω (Ar. Nub. 1443 Plat. Hipp. maj. 292 b), τυπτητέος ( Demosth. 54, 44); Homer: τύπτουσιν, τύπτον, τυπτομένων u. dgl., τύψε(ν), τύψῃ, τύψον, τύψας, perf. pass. τετυμμένω Iliad. 13, 782, ἐτύπη, τυπείης, τυπείς; bei Andern: fut. τύψω, aor. ἐτύπτησα, aor. ἔτυπον und τέτυπον, perf. τετύπτηκα, perf. pass. τετύπτημαι, aor. pass. ἐτυπτήϑην, vgl. Lob. Phryn. 764 Iac. A. P. 483 Ach. Tat. 830, fut. pass. τυπτήσομαι Ar. Nub. 1379, wofür Buttmann Ausf. Gr. Sprachl. 2. Ausg. Bd. 2 S. 87 τυπήσομαι will. – Τύπτω gehört zu den Verben, durch welche Homer nur den Angriff ἐκ χειρός bezeichnet, bei dem der Angreifende sich von der Waffe nicht trennt, wie beim Wurf und beim Schuß, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 51–70. Nach Homer ist der Gebrauch von τύπτειν freier; Hermesian. bei Athen. 13, 71 vs. 63 ὑπὸ σκολιοῖο τυπέντα τόξου, Pfeilschuß; Polyb. 3, 53, 4 τοῖς μὲν τὰς πέτρας ἐπικυλίοντες, τοὺς δ' ἐκ χειρὸς τοῖς λίϑοις τύπτοντες, Steinwürfe; vgl. Soph. Aj. 255 πεφόβημαι λιϑόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς. – Mit einem Stocke hauen, οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν (τὸν ὄνον) ῥοπάλοισιν Il. 11, 560; vgl. Soph. O. R. 811; τύπτειν τῇ μάστιγι Plat. Legg. 9, 879 e; oft von scharfen Angriffswaffen, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφεϊ, δουρί, ἔγχεσι, ἐγχείῃσι, Il. 4, 531. 13, 529. 524 u. sonst; auch ohne näher bestimmenden dat., κατὰ γαστέρα τύψεν 17, 313 Od. 22, 308; Ggstz βάλλειν Il. 11, 191. 15, 495. 20, 378. 462. 22, 68; sylleptisch, d. h. von beiden Arten der Verwundung, Wurf und Schlag zusammen, Iliad. 13, 782; – τύπτειν εἰς τὸν ὦμον Xen. Cyrop. 5, 4, 5; τὸν ἄνδρα τύπτειν τὰς πληγάς, ἐξ ὧν ἀπέϑανεν Antiph. 4 γ 1. – Auch von Bienen, Skorpionen, Schlangen, = stechen. – Uebertragen, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαϑεῖαν, verwundete ihn tief in der Seele, Il. 19, 125; ἡ ἀληϑηΐη ἔτυψε Καμβύσεα, die Wahrheit traf, verletzte den Kambyses, Her. 3, 64; ἀνίαις τυπείς, Pind. N. 1, 53; ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. Eum. 485; διανταῖος ἔτυπεν ὀδύνα με Eur. Ion. 766. – Ohne feindlichen Sinn, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ; ἅλα τύπτειν ἐρετμοῖς, das Meer mit Rudern schlagen, Od. oft; χϑόνα μετώπῳ τύπτειν, den Erdboden mit der Stirn schlagen, zu Boden stürzen, 22, 86; ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, die Spur mit den Füßen treten, Il. 23, 764; νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, βαϑείῃ λαίλαπι τύπτων, mit Sturmesgewalt peitschend, 11, 306; vgl. Pind. P. 6, 14; Folgde. – Med. sich schlagen, bes. sich die Brust schlagen, als Zeichen der Trauer, Her. oft; τύπτεσϑαί τινα, Einen betrauern, 2, 42. 61. 132; Plut. Alex. 3 διέϑεον τὰ πρόςωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες. – Pass. geschlagen, verwundet werden, δουρὶ νῶτα τυπέντα Pind. N. 9, 26; πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. Andr. 1151; auch die Verwundung, der Schlag im accus. dabei, Schläge, Wunden empfangen, ἕλκεα, ὅσσ' ἐτύπη Il. 24, 421; τύπτομαι πολλάς, sc. πληγάς, ich bekomme viele Schläge, Ar. Nubb. 959; τύπτεσϑαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι πεντήκοντα πληγάς Aesch. 1, 139.
-
3 τύπτω
τύπτω, schlagen; zunächst nur der Angriff ἐκ χειρός, bei dem der Angreifende sich von der Waffe nicht trennt, wie beim Wurf und beim Schuß; später ist der Gebrauch von τύπτειν freier; ὑπὸ σκολιοῖο τυπέντα τόξου, Pfeilschuß. Mit einem Stocke hauen; oft von scharfen Angriffswaffen; sylleptisch, d. h. von beiden Arten der Verwundung, Wurf und Schlag zusammen. Auch von Bienen, Skorpionen, Schlangen, = stechen. Übertragen, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαϑεῖαν, verwundete ihn tief in der Seele; ἡ ἀληϑηΐη ἔτυψε Καμβύσεα, die Wahrheit traf, verletzte den Kambyses. Ohne feindlichen Sinn; ἅλα τύπτειν ἐρετμοῖς, das Meer mit Rudern schlagen; χϑόνα μετώπῳ τύπτειν, den Erdboden mit der Stirn schlagen, zu Boden stürzen; ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, die Spur mit den Füßen treten; νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, βαϑείῃ λαίλαπι τύπτων, mit Sturmesgewalt peitschend; sich schlagen, bes. sich die Brust schlagen, als Zeichen der Trauer; τύπτεσϑαί τινα, einen betrauern. Pass. geschlagen, verwundet werden; auch die Verwundung, der Schlag im accus. dabei, Schläge, Wunden empfangen; τύπτομαι πολλάς, sc. πληγάς, ich bekomme viele Schläge -
4 κατατύπτω
См. также в других словарях:
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek
καττύπτεσθε — κατά τύπτω beat pres imperat mp 2nd pl κατά τύπτω beat pres ind mp 2nd pl κατά τύπτω beat imperf ind mp 2nd pl (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατυπτήσαντος — κατά τύπτω beat aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέτυπτε — κατά τύπτω beat imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκτύπησαν — κατά , ἐκ τύπτω beat aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) κατά κτυπέω crash aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ … Dictionary of Greek