-
1 κατα-σπαράσσω
κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen; Ar. Equ. 725; παρϑένον κατεσπαραγμένην τὴν ἐσϑῆτα καὶ κόμην Luc. Asin. 22.
-
2 σπαράσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to rip, to tear, to shred, to attack' (IA.).Derivatives: σπάρ-αγμα n. `torn, ripped piece, scrap' (Trag., Arist. a. o.), - αγμός m. `ripping, tearing, convulsion' (trag. a. o.) with - αγμώδης `convulsive' (Hp., Plu.), - αξις f. `convulsion' (medic.), - ακτόν n. `crumbled rock, rubble' (Hero), διασπαρακτός `torn' (E., Ael.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Expressive formation in - άσσω like ταράσσω, τινάσσω, πατάσσω a. o.; without certain etymology. If - άσσω is only enlarging (Schwyzer 733), the word could be connected with σπαίρω etc. Persson Beitr. 2, 869 n. 1, who considers the velar as part of the root (- σσω analogical for - ζω Debrunner IF 21, 224), wants to connect σπαράσσω with a motley group, to which would belong a. o. Lat. spargō, OWNo. spark n. `kick', σπαργάω, σφαραγέομαι. Diff. id. Beitr. 1, 418 (= WP. 2, 668, Pok. 992): to Arm. p'ert` `torn off piece' (-rt` \< - rkt-), OWNo. spiǫrr f. `strip of cloth' (PGm. * sperrō). Still diff. Thierfelder by letter (as hypothesis): to σπάω after ταράσσω, ἀράσσω, χαράσσω a. o.Page in Frisk: 2,757Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπαράσσω
-
3 κατασπαράσσω
κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen -
4 κατασπαρασσω
атт. κατασπαράττω срывать, разрывать(τέν εἰρεσιώνην Arph.; τέν ἐσθῆτα καὴ κόμην Luc.)
См. также в других словарях:
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek