Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταπίνει

См. также в других словарях:

  • καταπίνει — καταπί̱νει , καταπίνω gulp pres ind mp 2nd sg καταπί̱νει , καταπίνω gulp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • γεωσκώληκας — Δακτυλιοσκώληκας, το κυλινδρικό σώμα του οποίου (μέγιστο μήκος 15 εκ.) αποτελείται από πολυάριθμους δακτυλίους ή μεταμερή τμήματα, όμοια μεταξύ τους, έτσι ώστε δεν διακρίνεται η κεφαλή από το υπόλοιπο σώμα. Κάθε μεταμερές τμήμα διαθέτει σμήριγγες …   Dictionary of Greek

  • έκλειγμα — το (AM ἔκλειγμα) φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι …   Dictionary of Greek

  • αγκιστροκλέφτης — ο 1. κάθε ψάρι που κόβει και καταπίνει το αγκίστρι και, ειδικότερα, κοινή ονομασία ψαριών τού γένους Βλένιος (Blennius fasciatus ή Blennius planicornis). (Οικογένεια: Blenniidae). Άλλες ονομασίες: αγκιστροφάγος, αγκουροτσάκαλος, αγκουροτσάγκαλος… …   Dictionary of Greek

  • αεροπότης — ο εκείνος που μαζί με το φαγητό του καταπίνει και αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πότης < πο , ασθενής βαθμίδα θέματος (πρβλ. πε πο μαι, ἐ πό θην, πο τός) από ισχυρή βαθμίδα πω (πέ πω κα, πῶ θι) τού ρ. πίνω] …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • βλωμός — ο (Α βλωμός) νεοελλ. τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο αρχ. μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

  • βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»