-
1 αρτηρία
ἀρτηρίᾱ, ἀρτηρίαwind-pipe: fem nom /voc /acc dualἀρτηρίᾱ, ἀρτηρίαwind-pipe: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————ἀρτηρίαι, ἀρτηρίαwind-pipe: fem nom /voc plἀρτηρίᾱͅ, ἀρτηρίαwind-pipe: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἀρτηρία
ἀρτηρία, ἡ, sc. ἀορτή, 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ.
-
3 αρτηρια
ἥ1) дыхательное горло, трахея Eur., Plat., Arst., Plut., Luc.2) артерия(φλέβες καὴ ἀρτηρίαι Arst.)
3) вообще кровеносный сосуд, жила Soph. -
4 ἀρτηρία
A wind-pipe,ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Hp.Epid.7.25
, cf.39, Pl.Ti. 70d, Arist.HA 493a8, de An. 420b29; ἡτραχεῖα ἀ. (cf. 11) Timoth. ap. Meno.Iatr.8.29, v. l. in Dsc.2.50, Luc.Hist. Conscr.7, S.E.M.9.178, etc.: in pl., bronchial tubes,ἆσθμα.. περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Hp.Epid.7.12
(vulg. but prob. l. -ίην, = trachea), cf. Pl.Ti. 78c;πλεύμονος ἀρτηρίαι S.Tr. 1054
.II artery, as distinct from a vein,αἱ φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Hp.Art.45
, cf. 69;τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας.. τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Arist.Spir. 484a1
; ἀ. λεῖαι (cf. I) Gal.UP8.1, al.; ἀ. φλεβώδης pulmonary vein, ib.6.10; believed to contain πνεῦμα by Erasistr., ib. 17, and derived fr. ἀήρ, τηρέω by Bacch. ap. Erot. s.v. ἀορτέων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτηρία
-
5 ἀρτηρία
-
6 ἀρτηρία
Grammatical information: f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Like the semantically comparable ἀορτή (s. 2. ἀείρω) prob. to ἀείρω `bind, hang up'. On the formation Chantr. Form. 81, Scheller Oxytonierung 59.Page in Frisk: 1,155Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρτηρία
-
7 ἀρτηρία
ἀρτηρία, ας, ἡ (Soph., Hippocr. et al.; Philo) artery MPol 2:2.—DELG s.v. 2 ἀείρω. -
8 ἀρτηρία
Βλ. λ. αρτηρία -
9 ἀρτηρίᾳ
Βλ. λ. αρτηρία -
10 αρτηρία
η анат., перен. артерия -
11 αρτηρία
η εφοδιασμούVersorgungskanal m -
12 αρτηρία
[артирна] ουσ θ артерия. -
13 αρτηρία
atardamar, anayol -
14 αρτηρία
artère -
15 αρτηρία
1) arteria (f) rzecz.2) tętnica (f) rzecz. -
16 αρτηρία
tepna -
17 αρτηρία
arteryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρτηρία
-
18 αρτηρίας
ἀρτηρίᾱς, ἀρτηρίαwind-pipe: fem acc plἀρτηρίᾱς, ἀρτηρίαwind-pipe: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
19 ἀρτηρίας
ἀρτηρίᾱς, ἀρτηρίαwind-pipe: fem acc plἀρτηρίᾱς, ἀρτηρίαwind-pipe: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
20 αρτηρίαι
ἀρτηρίαwind-pipe: fem nom /voc plἀρτηρίᾱͅ, ἀρτηρίαwind-pipe: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
ἀρτηρία — ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc/acc dual ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
ἀρτηρίᾳ — ἀρτηρίαι , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτηρία — η 1. αιμοφόρο αγγείο με το οποίο το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά στα άλλα όργανα και μέλη του σώματος. 2. μεγάλος δρόμος για τη συγκοινωνία: Η συγκοινωνία της πόλης εξυπηρετείται από δύο κυρίως αρτηρίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηπατική αρτηρία — Αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στο ήπαρ … Dictionary of Greek
κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος … Dictionary of Greek
ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά … Dictionary of Greek
ἀρτηρίας — ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem acc pl ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηρίαι — ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηρίαν — ἀρτηρίᾱν , ἀρτηρία wind pipe fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριῶν — ἀρτηρία wind pipe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)