Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βδέλλα

См. также в других словарях:

  • βδέλλα — βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc/acc dual βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βδέλλας — βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem acc pl βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαι — βδέλλα leech fem nom/voc pl βδέλλᾱͅ , βδέλλα leech fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαν — βδέλλᾱν , βδέλλα leech fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελλέων — βδέλλα leech fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλαις — βδέλλα leech fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλης — βδέλλα leech fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδέλλῃ — βδέλλα leech fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»