-
1 βδέλλα
βδέλλᾱ, βδέλλαleech: fem nom /voc /acc dualβδέλλᾱ, βδέλλαleech: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 βδέλλα
-
3 βδελλα
ἡ червь-сосальщик, пиявка Her., Arst., Theocr., Anth. -
4 βδέλλα
-
5 βδέλλα
η1) пиявка; 2) перен., разг прилипала -
6 βδέλλα
-ης ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Prv 30,15 -
7 βδέλλα
-
8 βδέλλα
sangsue -
9 βδέλλας
βδέλλᾱς, βδέλλαleech: fem acc plβδέλλᾱς, βδέλλαleech: fem gen sg (doric aeolic) -
10 βδέλλαι
βδέλλαleech: fem nom /voc plβδέλλᾱͅ, βδέλλαleech: fem dat sg (doric aeolic) -
11 βδέλλαν
βδέλλᾱν, βδέλλαleech: fem acc sg (doric aeolic) -
12 βδελλέων
βδέλλαleech: fem gen pl (epic ionic) -
13 βδέλλαις
βδέλλαleech: fem dat pl -
14 βδέλλης
βδέλλαleech: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 βλέτυες
Grammatical information: pl.m\/f?Meaning: αἱ βδέλλαι H.Other forms: *βλίτυξ (ms. βαιτυξ) βδέλλα H.; the correction (Latte) seems evident, but is not mentioned by DELG.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Analysed as a - τυ-derivation from a stam βλε- seen in καταβλέθει and καβλέει (both) καταπίνει, and βλεῖ βλίσσει, ἀμέλγει, βλίζει H.; note that βλίζω is further unknown, and that βλίσσει can hardly be βλίττω which has a quite different meaning (`cut out the comb of bees'); DELG s.v. thinks the gloss may be corrupt. But a root βλε- is impossible in IE (basic shape CeC-). So the word must be Pre-Gr., which is confirmed by βλίτυξ (Fur. 355; for - υς beside - υξ cf. Fur. 218 on μῆρυξ). Cf. βλωμός, βλῆρ, βλῆραι, βδελλα, δέλεαρ,Page in Frisk: 1,243Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλέτυες
-
16 λιμνῆτις
λιμνῆτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp., λιμνᾶτις βδέλλα, Theocr. 2, 56.
-
17 ἐπ-ενήνοθε
ἐπ-ενήνοθε (s. ἐνήνοϑε), darauf haften, sein; abs., ψεδνὴ λάχνη, dünnes Wollhaar saß darauf (auf dem Kopfe), Il. 2, 219; οὔλη λάχνη, krause Wolle saß darauf auf dem Mantel), 10, 134; vgl. στομίοισι πέριξ ἐπ. γαστρὸς (βδέλλα) Nic. Al. 509, Schol. ἐπίκειται; auch c. acc., vom ambrosischen Salböl, οἷα ϑεοὺς ἐπενήνοϑεν, wie es den Göttern anhaftet, Od. 8, 365; H. h. Ven. 61. Von der Zeit, πουλὺς ἐπ. αἰών, viel Zeit ist darüber hingegangen, An. Rh. 4. 276.
-
18 ἐμ-φύω
ἐμ-φύω (s. φύω), 1) einpflanzen, (durch die Geburt) einflößen; ϑεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Od. 22, 348, neben αὐτοδίδακτός εἰμι, ein Gott hat mir Gesangweisen eingepflanzt; vgl. αὐλητῆρι ϑεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν, p. bei Ath. VIII, 337 f; ἐμφῦσαι λογισμόν, ἔρωτά τινι, Xen. Mem. 1, 4, 7. 4, 3, 11; Sp.; τοὺς ὀδόντας, d. i. die Zähne fest einbeißen, Ael. H. A. 14, 8. – 2) Häufiger med. mit perf. (ἐμπέφυκα, ἐμπεφύασι, auch ἐμπέφυε, Theogn. 396) u. aor. II. act., angeboren werden, darin entstehen, u. im perf. angeboren, angeschaffen sein; τρίχες κρανίῳ ἐμπεφύασι Il. 8, 84; darin wachsen, ἐμπεφύκασι ἐν αὐτῇ φοίνικες Her. 2, 156. Gew. übertr., a) festhalten; Θέτις ὡς ἥψατο γούνων, ὥς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα, gleichsam angewachsen, Il. 1, 513; oft ἐν δ' ἄρα οἱ φῠ χειρί, er faßte ihn fest bei der Hand, drückte ihm die Hand; auch ἐν χείρεσσι φύοντο, Od. 24, 409 (vgl. ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, die Lippen fest einbeißen); u. so Tragg., ἐμφὺς λευκοῖς καρποῖς χειρῶν Eur. Ion 891; u. allgemeiner, ἐμφύντε τῷ φύσαντι Soph. O. C. 1115, d. i. fest umschlingen; sp. D., wie ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα, fest angesogen, Theocr. 2, 56; Nic. Th. 131; οὔλῳ γὰρ στομίῳ ἐμφύεται 233. Auch in Prosa, χεῖρες ἐμπεφυκυῖαι ἦσαν τοῖς ἐπισπαστῆρσι Her. 6, 91, vgl. 3, 109; ἐνεφύοντο ἀλλήλοις καὶ κατεφίλουν, sie umarmten sich, Plut. Fab. 13; ἐμφῠναι καὶ δακεῖν de cohib. ira 10; ἐμπεφυκότες ὀδόντες Ael. H. A. 14, 8; auch geistig, an Etwas festhalten, τῷ ῥήματι, ταῖς ἐλπίσι, Plut. def. orac. 3 Alex. fort. II, 11; τοῖς δόγμασι Cat. min. 4; ἐμφῠναι ταῖς ναυσίν, sich fest darauf verlassen, Them. 9. – b) von geistigen u. sittlichen Anlagen u. Zuständen; μάντει τἀληϑὲς ἐμπέφυκεν ἀνϑρώπων μόνῳ Soph. O. R. 299; τί δ' ἂν ϑέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῠναι φρενί; O. C. 1485; τὸ μωρὸν γυναιξὶν ἐμπέφυκε Eur. Hipp. 967; φϑόνος ἀρχῆϑεν ἐμφύεται ἀνϑρώπῳ Her. 3, 80; ἐμφύσεται τὸ τῆς ἀνδρίας ἦϑος Plat. Legg. VIII, 836 d; Xen. Cyr. 5, 2, 32; neben ἐγγίγνεται Mem. 3, 5, 17.
-
19 εμφυω
(к med.: aor. 2 ἐνέφυν, pf. ἐμπέφυκα)1) досл. взращивать, перен. вкладывать, внедрять, внушать(οἴμας ἐν φρεσίν τινι Hom.; ἔρωτά τινι Xen.)
2) med. (в чем-л., на чем-л. или из чего-л.) вырастать, расти, произрастать(κιττὸς ὥσπερ ἐν ξόλῳ ἐμφύς Arst.; ἐμπεφύκασι ἐν αὐτῇ sc. νήσῳ - δένδρεα πολλά Her.)
ὅθι πρῶται τρίχες ἐμπεφύασι Hom. — там, где начинается (у лошадей) грива3) med. зарождаться, возникать, развиваться4) med. (преимущ. aor. и pf.) быть врожденным, присущим(τινί Her., Eur.; ὅ ἐμφυόμενος ἡμῖν τοῦ θανάτου φόβος Plut.)
πρὸς φιλοσοφίαν ἐμπεφυκώς Plut. — чувствующий природное влечение к философии5) med. (aor. и pf.) прижаться, прильнуть, ухватиться(ἐμφὺς οὐκ ἀνίει Her.; ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις βδέλλα Theocr.)
ἔχετ΄ ἐμπεφυυῖα Hom. — она припала (к коленям Зевса);ταῖν χεροῖν ἐμπεφυκώς Plut. — уцепившись обеими руками;ἐμφῦναι ταῖς ναυσίν Plut. — прибегнуть к флоту;ταῖς κώπαις ἐμφύντες Plut. — ухватившись за весла:τοῖς πολεμίοις ἐμφῦναι Plut. — преследовать врагов по пятам;ἐμφῦναι τοῖς Μακεδόνων πράγμασιν Plut. — вмешаться в македонские дела6) med. быть привязанным, крепко держаться(τοῖς πολιτικοῖς δόγμασι Plut.)
ταῖς ἐλπίσιν ἐμπεφυκώς Plut. — окрыленный надеждами -
20 λιμνητις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βδέλλα — βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc/acc dual βδέλλᾱ , βδέλλα leech fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βδέλλας — βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem acc pl βδέλλᾱς , βδέλλα leech fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαι — βδέλλα leech fem nom/voc pl βδέλλᾱͅ , βδέλλα leech fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαν — βδέλλᾱν , βδέλλα leech fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλέων — βδέλλα leech fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελλῶν — βδέλλα leech fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλαις — βδέλλα leech fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλης — βδέλλα leech fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλῃ — βδέλλα leech fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)