Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καταγόμενος

См. также в других словарях:

  • καταγόμενος — κατάγω lead down pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιορδανός — ο, θηλ. Ιορδανή ο κάτοικος τής Ιορδανίας ή ο καταγόμενος από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • Καζάχος — ο, θηλ. Καζάχα ο κάτοικος τού Καζαχστάν ή ο καταγόμενος από αυτό …   Dictionary of Greek

  • Καραμανίτης — Καραμανίτης, ὁ (Μ) [Καραμανία] εθν. επίθ. ο καταγόμενος από την Καραμανία ή ο κάτοικός της …   Dictionary of Greek

  • Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… …   Dictionary of Greek

  • Κιργίσιος — ο, θηλ. Κιργισία και ισία ο κάτοικος τής Κιργισίας ή ο καταγόμενος από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • Μεγαρίτης — ο, θηλ. Μεγαρίτισσα [Μέγαρα] ο πολίτης ή ο κάτοικος τών Μεγάρων ή ο καταγόμενος από τα Μέγαρα …   Dictionary of Greek

  • Ναζωρεύς — Ναζωρεύς, ὁ (Μ) ο Ναζωραίος, ο καταγόμενος από την πόλη Ναζαρέτ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ναζωρ αίος, κατά τα εθν. σε εύς] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγός — ο, θηλ. ή ο κάτοικος τής Νορβηγίας ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή …   Dictionary of Greek

  • Νορμανδός — θηλ. ή ο κάτοικος τής Νορμανδίας, περιοχής τής Γαλλίας, ή ο καταγόμενος από την περιοχή αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπέκος — θηλ. α ο κάτοικος τού Ουζμπεκιστάν, ο καταγόμενος από το Ουζμπεκιστάν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»