-
1 κατά-φορτος
κατά-φορτος, mit Last versehen, belastet, τινός, womit, Ios. u. a. Sp.
-
2 κατάφορτος
κατά-φορτος, mit Last versehen, belastet -
3 ἐμπορικός
A of or for commerce, mercantile,οἶκος Stesich. 80
; ἐ. τέχνη or ἐ. alone, = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr. 14e, Sph. 223d, al.; ἐ., τά, Id.Lg. 842d;ἐ. δίκαι Arist.Ath.59.5
, D.7.12;κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3
: ἐ. συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐ. Χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol. 1291b24; with an aptitude for trade,παῖς Lib.Decl.33.7
: [comp] Comp.- ώτερος Ptol.Tetr.66
: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1.3 διήγημα ἐ. a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11.II Adv. - κῶς in mercantile fashion, Str.8.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορικός
-
4 πλοῦτος
Grammatical information: m. (late also n.; Schwyzer 512).Compounds: Compp., e.g. πλουτο-δότης m. `who spends riches' (Hes.), καλλί-πλουτος `with beautiful riches' (Pi.).Derivatives: 1. πλούσ-ιος, Lac. πλούτιος (EM) `rich' (Hes., h. Merc.; Zumbach Neuerungen 13) with - ιακός `belonging to the rich' (Alex. Com.), - ιάω = πλουτέω (Alex. Aphr.). 2. πλουτ-ηρός `bringing riches' (X.); -ᾱξ, -ᾱκος m. `a rich fool' (Com.). 3. - ίνδην adv. `acc. to property' (Arist.). 4. πλουτ-έω `be rich' (Hes.); - ίζω `make rich, enrich' (trag., X.; κατα- πλοῦτος Hdt.) with - ιστής, - ιστήριος, ισμός (late). 5. Πλούτων, - ωνος m. god of reches, i.e. of the corn-provisions buried in the earth (trag.); on the motif of designation s. Nilsson Gr. Rel. I 471 ff.; acc. to. H. s. εὔπλουτον κανοῦν: " πλοῦτον γὰρ ἔλεγον την ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν". 6. Πλουτεύς `id.' (Mosch., AP), prob. after Ζεύς; diff. Bosshardt 126.Etymology: Formation with το-suffix like the partly close νόστος, βίοτος, φόρτος; from πλέω in the sense `flow', so prop. "river, flood", first metaph. of a rich produce of corn (cf. above); so from * plou-to-. Diff. Porzig Satzinhalte 261: prop. "ford", of the inundation of the fields by the rain. -- Cf. the lit. on πένομαι.Page in Frisk: 2,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλοῦτος
См. также в других словарях:
φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… … Dictionary of Greek
υπέρφορτος — η, ο / ὑπέρφορτος, ον, ΝΜ υπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτον φορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φόρτος (πρβλ. αντί φορτος, κατά φορτος)] … Dictionary of Greek
περίφορτος — ον, Α κατάφορτος, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φόρτος «φορτίο» (πρβλ. κατά φορτος)] … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… … Dictionary of Greek