-
1 καρκινος
2) астр. Рак ( созвездие) Plut.3) раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.4) щипцы, клещи(λήψεται ὅ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.)
κ. πυραγρέτης Anth. — кузнечные клещи5) циркуль(ὅ κυκλογραφῶν κ. Sext.)
-
2 Καρκινος
ὅ Каркин1) комедиограф, современник Аристофана Arph.2) драматург-трагик 1-й половины IV в. до н.э.3) афинский военачальник времен Пелопоннесской войны Thuc. -
3 καρκίνος
ο1) зоол, краб; 2) мед. рак; 3) (К.) астр. созвездие Рока -
4 καρκίνος
[каркинос] ουσ α (ιατρ) рак, (αστρολ.) зодиак Ра. -
5 αγκυλοχηλης
-
6 ανορροπυγιος
-
7 διχηλος
-
8 διχηλος...
-
9 πυραγρετης
π. καρκίνος Anth. = πυράγρα
-
10 καρκινική επιγραφή
καρκινική επιγραφή ηкаркиническая надпись, читаемая как слева направо, так и наоборот:ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ — Омой свои грехи, а не только лицо. Обычно эта надпись отображается на фиале, источнике перед храмом
Этим.< καρκίνος «рак» (название происходит от образа движения рака: вперед и назад)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > καρκινική επιγραφή
См. также в других словарях:
Καρκίνος — crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καρκίνος — ο 1. κάβουρας: Βαδίζει σαν καρκίνος. 2. κακοήθης όγκος: Τον έστειλαν στην Αμερική για να θεραπευτεί από τον καρκίνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Καρκίνος ἔμμορε τιμῆς. — Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ Κ(κ)αρκίνος ἔμμορε τιμῆς. См. На безрыбьи и рак рыба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καρκίνω — καρκίνος crab masc nom/voc/acc dual καρκίνος crab masc gen sg (doric aeolic) καρκίνος crab neut nom/voc/acc dual καρκίνος crab neut gen sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοιο — καρκίνος crab masc gen sg (epic) καρκίνος crab neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοις — καρκίνος crab masc dat pl καρκίνος crab neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοισι — καρκίνος crab masc dat pl (epic ionic aeolic) καρκίνος crab neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνον — καρκίνος crab masc acc sg καρκίνος crab neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνου — καρκίνος crab masc gen sg καρκίνος crab neut gen sg καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg καρκινόω make crab like imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)