-
1 αγκυλοχηλης
См. также в других словарях:
αγκυλοχήλης — ἀγκυλοχήλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτά, γαμψά νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χηλή] … Dictionary of Greek
ἀγκυλοχήλης — with crooked claws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοχῆλαι — ἀγκυλοχήλης with crooked claws masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)