Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνορροπύγιος

См. также в других словарях:

  • ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνορροπύγιος — ἀνορροπύ̱γιος , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνορροπύγιον — ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem acc sg ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»