-
1 ανορροπυγιος
См. также в других словарях:
ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] … Dictionary of Greek
ἀνορροπύγιος — ἀνορροπύ̱γιος , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνορροπύγιον — ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump masc/fem acc sg ἀνορροπύ̱γιον , ἀνορροπύγιος without rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)