1 ανορροπυγιος
(κάρκινος, πτῆσις Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > ανορροπυγιος
2 μικρορροπυγιος
(ὄρνιθες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > μικρορροπυγιος