-
1 πυραγρετης
π. καρκίνος Anth. = πυράγρα
-
2 καρκινος
2) астр. Рак ( созвездие) Plut.3) раковая опухоль, раковая язва, рак Dem.4) щипцы, клещи(λήψεται ὅ κ. τὸν τράχηλον, sc. τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.)
κ. πυραγρέτης Anth. — кузнечные клещи5) циркуль(ὅ κυκλογραφῶν κ. Sext.)
См. также в других словарях:
πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
πυραγρέτην — πυραγρέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek