Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πῠρ-αγρέτης

См. также в других словарях:

  • θηραγρέτης — θηραγρέτης, ὁ (Α) κυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ αγρέτης, πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

  • πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»