-
1 καμηλίτης
καμηλί̱της, καμηλίτηςcamel-driver: masc nom sg -
2 καμηλίτης
2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.II κ. βοῦς, prob. buffalo, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλίτης
-
3 καμηλίται
-
4 καμηλῖται
-
5 καμηλιτών
-
6 καμηλιτῶν
-
7 καμηλίτη
-
8 καμηλίτῃ
-
9 καμηλίτην
καμηλί̱την, καμηλίτηςcamel-driver: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 καμηλίτου
καμηλί̱του, καμηλίτηςcamel-driver: masc gen sg -
11 κάμηλος
Grammatical information: m. f.Meaning: `camel' (Hdt., A., Ar.).Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. `giraffe' (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης `camel-driver' with καμηλ-άσιον `camel-driver's wages' (pap.), - ασία `camel-driving' ( Dig.).Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός `belonging to a camel', καμηλώδης `camel-like' (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος `camel-driver'; καμηλών `camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel' (Hld.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of ᾱ to η in - ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate `stride') and Lat. camēlus and the Europaean forms.Page in Frisk: 1,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμηλος
См. также в других словарях:
καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… … Dictionary of Greek
καμηλίτης — καμηλί̱της , καμηλίτης camel driver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλῖται — καμηλίτης camel driver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλιτῶν — καμηλῑτῶν , καμηλίτης camel driver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτην — καμηλί̱την , καμηλίτης camel driver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτου — καμηλί̱του , καμηλίτης camel driver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλίτῃ — καμηλί̱τῃ , καμηλίτης camel driver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)