-
1 καμηλικός
A of or for a camel, (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλικός
-
2 γόμος
A ship's freight, cargo, A.Supp. 444 (dub.), D.32.4; πεντακισχιλίων ταλάντων γόμον ἔχειν to be of 5,000 talents burden, Hdt.1.194.2 beast's load, Babr.7.11, LXXEx.23.5, al., PAmh.2.138.11 (pl., iv A. D.);γ. καμηλικός OGI629.87
, al. (Palmyra, ii A. D.); γ. καρρικός ib.16.II γὁμος· ζωμός, Hsch. -
3 κάμηλος
Grammatical information: m. f.Meaning: `camel' (Hdt., A., Ar.).Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. `giraffe' (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης `camel-driver' with καμηλ-άσιον `camel-driver's wages' (pap.), - ασία `camel-driving' ( Dig.).Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός `belonging to a camel', καμηλώδης `camel-like' (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος `camel-driver'; καμηλών `camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel' (Hld.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of ᾱ to η in - ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate `stride') and Lat. camēlus and the Europaean forms.Page in Frisk: 1,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμηλος
См. также в других словарях:
καμηλικός — καμηλικός, ή, όν (Α) [κάμηλος] (επιγρ. και πάπ.) 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα 2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek