-
1 καμηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλάτης
-
2 κάμηλος
Grammatical information: m. f.Meaning: `camel' (Hdt., A., Ar.).Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. `giraffe' (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης `camel-driver' with καμηλ-άσιον `camel-driver's wages' (pap.), - ασία `camel-driving' ( Dig.).Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός `belonging to a camel', καμηλώδης `camel-like' (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος `camel-driver'; καμηλών `camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel' (Hld.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of ᾱ to η in - ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate `stride') and Lat. camēlus and the Europaean forms.Page in Frisk: 1,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμηλος
См. также в других словарях:
καμηλάτης — καμηλάτης, ὁ (Α) οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καμηλ ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ ελάτης, ταυρ ελάτης] … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλάσιον — καμηλάσιον, τὸ (Α) [καμηλάτης] πάπ. η αμοιβή τού καμηλιέρη … Dictionary of Greek
καμηλασία — η (Α καμηλασία) [καμηλάτης] η οδήγηση καμήλας, η εργασία τού καμηλιέρη … Dictionary of Greek
καμηλιέρης — και γκαμηλιέρης, ο, θηλ. καμηλιέρισσα οδηγός καμήλας, καμηλάρης, καμηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ιέρης*] … Dictionary of Greek