-
1 κάμηλος
Grammatical information: m. f.Meaning: `camel' (Hdt., A., Ar.).Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. `giraffe' (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης `camel-driver' with καμηλ-άσιον `camel-driver's wages' (pap.), - ασία `camel-driving' ( Dig.).Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός `belonging to a camel', καμηλώδης `camel-like' (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος `camel-driver'; καμηλών `camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel' (Hld.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of ᾱ to η in - ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate `stride') and Lat. camēlus and the Europaean forms.Page in Frisk: 1,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμηλος
См. также в других словарях:
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek
Γαυγάμηλα — τα αρχαία πόλη της Ασσυρίας, γνωστή από τη μάχη του Μ. Αλέξανδρου με το βασιλιά των Περσών Δαρείο Γ΄ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άρβηλα — (Αrbela).Aρχαία ασσυριακή πόλη της Περσικής αυτοκρατορίας, στο σημερινό Ιράκ, ονομαστή για την περίφημη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου Γ’ (331 π.Χ.). Αφού κατέλαβε όλες τις μεσογειακές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών… … Dictionary of Greek
Battle of Gaugamela — Infobox Military Conflict caption= The charge of the Persian scythed chariots at the Battle of Gaugamela by Andre Castaigne (1898 1899) conflict=Battle of Gaugamela partof=the Wars of Alexander the Great date=October 1, 331 BC place=Probably Tel… … Wikipedia
ГАВГАМЕЛЫ — • Gaugamēla, τὰ Γαυγάμηλα, место в ассирийской области Атурии, где случилось последнее сражение между Дарием и Александром в 331 г. до Р. X. Менее точно он иногда называется сражением при Арбеле. Arr: 3, 8, 7. 6, 11, 5. Plut. Alex.… … Реальный словарь классических древностей
GAUGAMELA — locus Persidis, de quo Arrian. Πόλις δὲ ουκ ἦν Γαυγάμηλα, ἀλλὰ κώμη οὐ μεγάλη, οὐδὲ ὀνόμαςτος ὁ χῶρος, οὐδὲ εἰς ἀκουην` ἡδὺ τὸ ὄνομα. Ios. Scalig. ait, Gaugamela, linguâ Assyriacâ cameli intestina significare, rationem subdit, quod ibidem essent… … Hofmann J. Lexicon universale
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
μελέαγρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα και της Αλθαίας. Αναφέρεται ως ήρωας και σπουδαίος κυνηγός, ο οποίος σκότωσε τον φοβερό κάπρο που κατέστρεφε τους αγρούς της Καλυδώνας· ο κάπρος είχε σταλεί… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ανδρόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιδρυτής αποικίας Ναξίων στη Σικελία (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ίδρυσε πόλη στη θέση όπου υπήρχε πριν το Ταυρομένιο και έγινε ηγεμόνας της. 2. Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αι. π.Χ.), που διηύθυνε την αριστερή… … Dictionary of Greek