Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλαμαία

См. также в других словарях:

  • καλαμαία — καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίᾳ — καλαμαίᾱͅ , καλαμαία of fem dat sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱͅ , καλαμαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίαν — καλαμαίᾱν , καλαμαία of fem acc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱν , καλαμαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίτιδα — ἡ (Α καλαμῑτις) νεοελλ. 1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»