Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλάμινος

См. также в других словарях:

  • καλάμινος — of reed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνων — καλάμινος of reed fem gen pl καλάμινος of reed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινον — καλάμινος of reed masc acc sg καλάμινος of reed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίναις — καλάμινος of reed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνη — καλάμινος of reed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνην — καλάμινος of reed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνης — καλάμινος of reed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνοις — καλάμινος of reed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνου — καλάμινος of reed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνους — καλάμινος of reed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»