Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλαμία

См. также в других словарях:

  • καλαμιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • καλαμία — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • καλαμιά — η τμήμα του φυτού των δημητριακών (σιτάρι κτλ): Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλάμια — καλάμιον splint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… …   Dictionary of Greek

  • ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια …   Dictionary of Greek

  • ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

  • κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • καλάμειος — καλάμειος, εία, ον (Α) [κάλαμος] το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία 1. κάλαμος, καλαμιά 2. φρ. «καλαμεία [γη]» γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»