-
1 καλαμία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμία
-
2 καλάμια
καλάμιονsplint: neut nom /voc /acc pl -
3 καλάμιον
II of κάλαμος:1 = sq. 1, POxy.1631.14 (iii A.D.): without diminutive sense, κ. μεγάλα ib.1742.4 (iv A.D.).2 = κάλαμος 11.8, Eust.1181.53.3 καλάμια τῶν ὑποδέσεων, = ἀναγωγεῖς, Id.995.30: sg., Sch.Ar.Pl. 784.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμιον
-
4 κάλαμος
Grammatical information: m.Meaning: `reed', often metaph. of objects made of reed, `flute of reed, fishing rod, writing teed' etc. (h. Merc. 47 [cf. Zumbach Neuerungen 5], Pi., IA.); on the botanical meaning Strömberg Theophrastea 100f.Compounds: Several compp., esp. in the botan. terminology (Strömberg Theophrastea 112), z. B. μονο-κάλαμος `with single stalk' (Thphr.), καλαμη-φόρος `with reed' (X. HG 2, 1, 2; v. l. -o-; cf. Schwyzer 526), καλαμη-τόμος `cutting off stalks' (A. R.).Derivatives: καλάμη f. `stalk or straw' (Hom., Hdt., X., Arist.).- Diminut. καλαμίσκος (Ar., medic.), καλάμιον (pap.); καλαμίς f. name of several objects made of reed (hell.; cf. Chantraine Formation 342f.); καλαμία (- εία) `reed' (pap.; collective); καλαμών `id.' (lit. pap.); καλαμάριον `reed-case' (pap.). - καλαμεύς `fisher' (Pankrat. ap. Ath.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 75); also καλαμευτής `id.' (AP; as if from *καλαμεύω, cf. Chantraine 318); καλαμίτης `with κάλαμος etc.' (D.; s. Redard Les noms grecs en - της 81f.). - καλάμινος `made of reed' (IA.), καλαμόεις `of reed' (E. in lyr.), καλαμώδης `full of reed, reed-like' (Arist., Thphr.), καλαμικός `id.' (pap.). - καλαμόω `provide with reed, bind (a bone) with reed' (Gal.) with καλαμωτή `fence of r.' (Eust.,H.); καλαμίζω `blow a reed-flute' (Ath.). - From καλάμη: καλαμαία f. kind of grasshopper (Theoc. 10, 18), καλαμαῖον n. kind of cicade (Paus. Gr., H.) cf. Gil Emerita 25, 315f.; cf. Georgacas Glotta 31, 216), καλαμάομαι `collect grain-stalks, gather ears (of corn) ' (Kratin., LXX, Plu.) with καλάμημα (Thd.).Etymology: Old word for `reed, straw' wit forms in Latin ( culmus), in Germanic, e. g. OHG halm, in Baltic and Slavic, e. g. OPr. salme `straw', Latv. salms, Russ. solóma, Serb. slȁma. All forms except κάλαμος, - μη can go back to IE. *ḱolh₂mo-, ḱolh₂mā-; therefore κάλαμος has been explained from *κόλαμος (cf. ποταμός, πλόκ-αμος), through assimilation; but note on - μος, - μη Porzig Satzinhalte 283f. But the form may have been * klh₂-em-. - From κάλαμος Lat. calamus (s. Ernout-Meillet) like Skt. kaláma- `writing reed', and Arab. qalam \> Osman. kalém \> NGr. καλέμι (Maidhof Glotta 10, 11). - More forms in W.-Hofmann s. culmus, calamus, Vasmer Russ. et. Wb. s. solóma, Pok. 612.Page in Frisk: 1,760-761Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλαμος
См. также в других словарях:
καλαμιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
καλαμία — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.186 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 7 χλμ. ΝΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλοθέης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 30 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
καλαμιά — η τμήμα του φυτού των δημητριακών (σιτάρι κτλ): Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλάμια — καλάμιον splint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
ηιόεις — ἠϊόεις, εσσα, εν (Α) 1. (πιθ. ερμην.) αυτός που έχει ψηλές, απότομες όχθες («καθεῑσεν ἐπ ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει πολλά καλάμια, πλούσιος σε καλαμιώνες 3. πιθ. λιβάδι 4. αυτός που βρίσκεται ή που έρχεται κοντά στην ακτή.… … Dictionary of Greek
κάννα — και κάννη, η (AM κάννα και κάννη) νεοελλ. 1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα 2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδες μσν. μέτρο ύψους… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
καλάμειος — καλάμειος, εία, ον (Α) [κάλαμος] το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμεία 1. κάλαμος, καλαμιά 2. φρ. «καλαμεία [γη]» γη γεμάτη καλάμια, καλαμιώνας … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek