-
1 καλέμι
chiselΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καλέμι
-
2 κάλαμος
Grammatical information: m.Meaning: `reed', often metaph. of objects made of reed, `flute of reed, fishing rod, writing teed' etc. (h. Merc. 47 [cf. Zumbach Neuerungen 5], Pi., IA.); on the botanical meaning Strömberg Theophrastea 100f.Compounds: Several compp., esp. in the botan. terminology (Strömberg Theophrastea 112), z. B. μονο-κάλαμος `with single stalk' (Thphr.), καλαμη-φόρος `with reed' (X. HG 2, 1, 2; v. l. -o-; cf. Schwyzer 526), καλαμη-τόμος `cutting off stalks' (A. R.).Derivatives: καλάμη f. `stalk or straw' (Hom., Hdt., X., Arist.).- Diminut. καλαμίσκος (Ar., medic.), καλάμιον (pap.); καλαμίς f. name of several objects made of reed (hell.; cf. Chantraine Formation 342f.); καλαμία (- εία) `reed' (pap.; collective); καλαμών `id.' (lit. pap.); καλαμάριον `reed-case' (pap.). - καλαμεύς `fisher' (Pankrat. ap. Ath.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 75); also καλαμευτής `id.' (AP; as if from *καλαμεύω, cf. Chantraine 318); καλαμίτης `with κάλαμος etc.' (D.; s. Redard Les noms grecs en - της 81f.). - καλάμινος `made of reed' (IA.), καλαμόεις `of reed' (E. in lyr.), καλαμώδης `full of reed, reed-like' (Arist., Thphr.), καλαμικός `id.' (pap.). - καλαμόω `provide with reed, bind (a bone) with reed' (Gal.) with καλαμωτή `fence of r.' (Eust.,H.); καλαμίζω `blow a reed-flute' (Ath.). - From καλάμη: καλαμαία f. kind of grasshopper (Theoc. 10, 18), καλαμαῖον n. kind of cicade (Paus. Gr., H.) cf. Gil Emerita 25, 315f.; cf. Georgacas Glotta 31, 216), καλαμάομαι `collect grain-stalks, gather ears (of corn) ' (Kratin., LXX, Plu.) with καλάμημα (Thd.).Etymology: Old word for `reed, straw' wit forms in Latin ( culmus), in Germanic, e. g. OHG halm, in Baltic and Slavic, e. g. OPr. salme `straw', Latv. salms, Russ. solóma, Serb. slȁma. All forms except κάλαμος, - μη can go back to IE. *ḱolh₂mo-, ḱolh₂mā-; therefore κάλαμος has been explained from *κόλαμος (cf. ποταμός, πλόκ-αμος), through assimilation; but note on - μος, - μη Porzig Satzinhalte 283f. But the form may have been * klh₂-em-. - From κάλαμος Lat. calamus (s. Ernout-Meillet) like Skt. kaláma- `writing reed', and Arab. qalam \> Osman. kalém \> NGr. καλέμι (Maidhof Glotta 10, 11). - More forms in W.-Hofmann s. culmus, calamus, Vasmer Russ. et. Wb. s. solóma, Pok. 612.Page in Frisk: 1,760-761Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλαμος
См. также в других словарях:
καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… … Dictionary of Greek
καλέμι — το (λ. τουρκ.) 1. γραφίδα από ινδοκάλαμο, με την οποία έγραφαν παλιότερα. 2. φρ., «Αυτός είναι γερό καλέμι», για κάποιον ικανό συγγραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλεμίζω — [καλέμι] γλύφω, δηλ. λαξεύω, σκαλίζω με το καλέμι … Dictionary of Greek
χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… … Dictionary of Greek
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek
Καλό, Ζακ — (JacquesCallot, Νανσί 1592 – 1635). Γάλλος χαράκτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν ακόμα παιδί, εγκατέλειψε τη χώρα του και ακολούθησε ένα καραβάνι τσιγγάνων για να φτάσει στη Ρώμη. Το σίγουρο είναι ότι έζησε στη Ρώμη μεταξύ 1609 και 1611… … Dictionary of Greek