-
1 καλαμεία
κᾰλᾰμ-εία, ἡ,A reeds, in a collective sense, PTeb.5.199 (ii B.C.); crop of reeds (in form [suff] κᾰλᾰμ-μία), PLond.2.163.22 (i A.D.).2 (sc. γῆ) reed-land, PTeb.457 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμεία
-
2 καλαμάγρωστις
A Dactyloctenium aegyptiacum, Dsc.4.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμάγρωστις
-
3 καλαμάομαι
A gather cornstalks, glean, Cratin.420;κ. τὰ ὀπίσω LXXDe.24.20
: metaph., [Alexander] ἐθέριζε τὴν Ἀσίαν, ἐγὼ δὲ [Antigonus]καλαμῶμαι Plu.2.182a
; gather up the stragglers of an army, LXXJd.20.45; οἱ πράκτορες καλαμῶνται ὑμᾶς ib.Is.3.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμάομαι
-
4 καλαμάριον
A reed-case, pen-case, Lyd.Mag.2.14, PLond.3.1007.5 (vi A.D.).II = τευθίς, Sch.Opp.H.3.166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμάριον
-
5 καλαμαύλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμαύλης
-
6 καλαμαυλητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμαυλητής
-
7 καλάμαυλος
κᾰλᾰμ-αυλος, ὁ, = foreg.,A Cat.Cod. Astr.8(4).217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμαυλος
-
8 καλαμαῖος
A of or in the cornstalks ([etym.] καλάμαι): [full] κᾰλᾰμαία, ἡ, a kind of grasshopper, μάντις ἁ κ. Theoc.10.18, cf. Sch., Hsch.: [full] κᾰλᾰμαῖον, τό, a small τέττιξ, Paus.Gr.Frr.87,401, Hsch. s.v. κερκώπη.II [full] Καλαμαῖα, τά, festival of Demeter and Persephone at Eleusis, IG22.949.9 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμαῖος
-
9 καλαμειφυή
κᾰλᾰμ-ειφῠή, ἡ,A growth of reeds, POxy.1141.4 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμειφυή
-
10 καλαμεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμεύς
-
11 καλαμευτής
A reaper, mower, Theoc.5.111.II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμευτής
-
12 καλαμεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμεών
-
13 καλάμη
A stalk, esp. the stalk or straw of corn, metaph. in Hom., αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν, ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην Χθονὶ Χαλκὸς ἔχευεν, ἄμητος δ' ὀλίγιστος, i.e. when there is much straw and little harvest, much slaughter and little profit, Il.19.222; κ. πυρῶν wheat- straw, Hdt.4.33;σῖτος σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενος X.An.5.4.27
;καλάμαν τε καὶ ἱερὰ δράγματα.. ἀσταχύων Call.Cer.20
; prov. of a greedy farmer, πυροὺς ἐπὶ καλάμῃ ἀροῦν to exhaust ground by one corn-crop after another, Lys.Fr.77: pl., σῖτος ἐπὶ ταῖς κ. D.H.5.13.2 stubble, Arist.Mete. 341b27, PSI4.380.6 (iii B.C.), 1 Ep.Cor.3.12, etc.: metaph., of an old man, καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν thou mayst still, I ween, perceive the stubble (i.e. the residue) of former strength, Od.14.214;τὸ γῆρας καλάμη Arist.Rh. 1410b14
;τὴν κ. δωρῇ, δοὺς ἑτέροις τὸ θέρος AP11.36
(Phil.); Ῥήσου κ. the remains of Rhesus, i.e. his corpse, Orac. ap. Polyaen.6.53; ἀπὸ τῆς κ. τεκμαίρεσθαι to judge from the remains, Luc.Alex.5.II = κάλαμος, Hld.8.9. -
14 καλαμηδόν
κᾰλᾰμ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμηδόν
-
15 καλάμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμημα
-
16 καλαμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίζω
-
17 καλαμικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμικός
-
18 καλάμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμινος
-
19 καλάμιον
II of κάλαμος:1 = sq. 1, POxy.1631.14 (iii A.D.): without diminutive sense, κ. μεγάλα ib.1742.4 (iv A.D.).2 = κάλαμος 11.8, Eust.1181.53.3 καλάμια τῶν ὑποδέσεων, = ἀναγωγεῖς, Id.995.30: sg., Sch.Ar.Pl. 784.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμιον
-
20 καλαμίσκος
κᾰλαμ-ίσκος, ὁ, Dim. of κάλαμος, used as a tube or phial, Ar.Ach. 1034, Gp.20.24.1; in Surgery, Antyll. ap. Orib.44.23.39, Gal.2.873, Paul.Aeg.6.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίσκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
-ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… … Dictionary of Greek
περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… … Dictionary of Greek
δενδρώνας — και δενδριώνας, ο (AM δένδρων) τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ανδρ ών). Ο τ. δενδρ ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ ιώνας, κυπαρισσ ιώνας)] … Dictionary of Greek
ζουμίτσιν — ζουμίτσιν, τὸ (Μ) ζουμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτσι(ν) (πρβλ. καλαμ ίτσιν, κορ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
κανθάριον — το (Α κανθάριον) νεοελλ. βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών τού αθροίσματος αγαρικώδη αρχ. (υποκορ. τού κάνθαρος*) μικρό ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον, (πρβλ. καλάμ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] … Dictionary of Greek
κεραύλης — κεραύλης, ὁ (Α) αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] … Dictionary of Greek
κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… … Dictionary of Greek