Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καλά+της

  • 101 ωρολόγι(ον)

    τό
    1) часы;

    ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;

    επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;

    ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;

    ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;

    ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;

    πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;

    τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);

    τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;

    2) расписание;

    ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;

    3) церк, часослов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολόγι(ον)

  • 102 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 103 воскреснуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. воскрес, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. ανασταίνομαι•

    Христос воскрес! Χριστός ανέστη!

    μτφ. γίνομαι καλά, τη γλυτώνω, ξαναζωντανεύω (από βαριά αρρώστια).
    2. αναγεννιέμαι, επανέρχομαι, ξαναεμφανίζομαι•

    -ли в памяти дни молодости επανήρθαν στη μνήμη τα νεανικά χρόνια, οι μέρες της νιότης.

    Большой русско-греческий словарь > воскреснуть

  • 104 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 105 доучить

    -учу, -учишь ρ.σ.μ.
    1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•

    доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•

    доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.

    1. αποπερατώνω τις σπουδές.
    2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•

    доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•

    доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.

    3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > доучить

  • 106 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 107 относительно

    1. επίρ. σχετικά• ανάλογα•

    опыт прошл относительно удачно το πείραμα έγινε σχετικά καλά (πετυχημένα).

    2. (πρόθεση)• ως προς, όσον αφορά•

    относительно хода дела ещё ничего нельзя сказать ως προς την πορεία της υπόθεσης ακόμα τίποτε δε μπορούμε να πούμε.

    Большой русско-греческий словарь > относительно

  • 108 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

  • 109 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 110 порядок

    -дка α.
    1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•

    привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•

    востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•

    полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.

    || καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.
    2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•

    существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.

    || συνήθεια, έθιμο•

    у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    3. σειρά, συνέχεια•

    алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•

    в -е очереди όπως είναι η σειρά•

    по -у με τη σειρά•

    порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.

    4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•

    голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.

    5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•

    явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.

    6. (στρατ.) διάταξη•

    порядок боя διάταξη μάχης.,

    7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.
    8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.
    εκφρ.
    в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•
    в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•
    в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•
    судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•
    законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•
    для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•
    своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•
    призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > порядок

  • 111 разлад

    α.
    διαφωνία, αντιγνωμία, ετε-ροστασία, ετεροφροσύνη. || διάσταση, γκρίνια• έριδα, φιλονικία•

    у него разлад с женой αυτός δεν τα πάει καλά (γκρινιάζει) με τη γυναίκα του•

    семейный разлад οικογενειακές γκρίνιες.

    || χαλάρωση•

    разлад в работе χαλάρωση της δουλειάς•

    дело пошло на разлад πάει, (ξέφτισε) η υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > разлад

  • 112 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 113 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 114 хозяин

    -а, πλθ. хозяева
    -зяев α.
    1. κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό• νοικοκύρης οικοδεσπότης•

    хозяин дома ο σπιτονοικοκύρης•

    хозяин замка πυργοδεσπότης•

    хозяин магазина ο μαγαζάτορας•

    хозяин предприятия ο επιχειτηματίας.

    || διαχειριστής•

    хозяин он плохой δεν είναι καλός νοικοκύρης. εξουσιαστής•

    хозяин положения κύριος της κατάστασης.

    || (προσφώνηση)• κύριε•

    хорошо жившь хозяин καλά ζεις, κύριε.

    2. ο σύζυγος.
    3. βλ. домовой (2 σημ.).
    4. (βιολ.)• οργανισμός στον οποίο ζει, το παράσιτο.
    εκφρ.
    быть -ом в собственном доме – είμαι κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου•
    - ева поля – οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > хозяин

  • 115 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

  • 116 γνωρίζω

    γνωρ-ίζω, [tense] fut.[dialect] Att.- ῐῶ: [tense] pf.
    A

    ἐγνώρικα Pl.Phdr. 262b

    :—make known, point out, A.Pr. 487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly [voice] Pass., become known, Pl.R. 428a, Arist.APr. 64b35;

    τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4

    .
    3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.).
    II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part.,

    τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT 538

    ;

    τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56

    , cf. E.Alc. 564, Th.7.44, Arist.Ph. 184a12:—[voice] Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or

    περί τινος Arist.Metaph. 1005b8

    , 1037a16.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωρίζω

  • 117 δίς

    δίς [pron. full] [ῐ], Adv.
    A twice, doubly, with Nouns, δ. τόσσον twice as much, Od. 9.491, cf. Th.6.57, etc.;

    ἀληθὴς ὁ λόγος ὡς δ. παῖς γέρων Cratin.24

    ;

    δ. παῖδες οἱ γέροντες Theopomp.Com.69

    : more freq. with Verbs,

    τοῦτο δ. ἤδη ἐγένετο Hdt.8.104

    ;

    δ. φράσαι A.Pers. 173

    , cf. Ag. 1384;

    δ. αἰάζειν καὶ τρίς S.Aj. 432

    ;

    δ. καὶ τρίς φασι καλὸν εἶναι τὰ καλὰ λέγειν Pl.Grg. 498e

    , cf. Phlb. 60a, Emp.25;

    δ. βιῶναι

    twice over,

    Men.223.4

    ;

    δειπνεῖν.. δ. τῆς ἡμέρας Pl.Com.207

    ;

    ἐς δ. App.Mith.78

    : ὁ δ. Νέωνος, = son and grandson of N., GDI3092.18 ([place name] Aegosthena);

    Αὐρήλιος Αὐξάνων δ. BCH17.249

    ([place name] Apamea);

    Αὐρ. Δοῦ<ρ>λος δ. JHS19.301

    (Selmea [ Lycaonia]).—In compds. δι-, but δις- in δισμύριοι, δισχίλιοι, δισθανής, δίσαβος, δισάρπαγος, δίσευνος, etc. (Cf. Skt. dvis 'twice', Lat. bis.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίς

  • 118 ζηλωτός

    ζηλ-ωτός, ή, όν, also ός, όν E.Andr.5, Med. 1035; [dialect] Dor. [pref] ζᾱλ- Simon., Pi.(v. infr.):—
    A enviable, of things,

    σοφία Pl.Hp.Mi. 368b

    ;

    καλὰ καὶ ζ. ἐπιγράμματα D.22.72

    : [comp] Comp., Isoc.6.95;

    ζηλωτὸν ὁ πλοῦτος Lycurg.Fr.97

    .
    2 to be deemed happy, to beenvied, of persons, Thgn.455, S.Ant. 1161; τινι by one, A. Pers. 710 (troch.), E.Med. 1035, Pl.Smp. 197d, etc.;

    ὑπό τινος Isoc.5.69

    : c.gen. rei,

    θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6

    ;

    ζ. τῆς εὐνοίας Plu.Pomp.61

    : c. dat., Id.Luc.38.
    3 of conditions, enviable, blessed,

    αἰών Simon.71

    , E.Med. 243;

    πότμος Arist.Fr. 675

    ;

    ζηλωτότατος βίος Ar.Nu. 464

    (lyr.);

    γάμος Plu.2.289b

    , etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλωτός

  • 119 θεάομαι

    θεάομαι, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] θηέομαι (v. infr.), [dialect] Dor. [full] θᾱέομαι, [full] Θάομαι (qq. v.), imper.
    A

    θεῶ Ar.Ach. 262

    ; opt. θηοῖο (for [dialect] Att. θεῷο) Il.24.418; part.

    θηεύμενος Hdt.7.146

    : [dialect] Ion. [tense] impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; [dialect] Ep.

    θηεῖτο Od.5.75

    , etc.,

    θηεῦντο Il.7.444

    , al.,

    ἐθηεύμεσθα Od.9.218

    ,

    ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13

    , θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: [tense] fut. θεάσομαι [ᾱ], [dialect] Ion. - ήσομαι: [tense] aor. ἐθεᾱσάμην, [dialect] Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; [ per.] 3pl.

    ἐθηήσαντο Euph.51.15

    ; [dialect] Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάς-) Hdt.1.8: [dialect] Att. [tense] pf.

    τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7

    : codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare [dialect] Ion. [var] contr. of θηη- to θη- is found in

    θησαίατ' Od.18.191

    ,

    θησάμενος IG12.826

    :—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder,

    θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444

    , cf. Od.2.13;

    λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728

    , cf. Hdt.1.8,11, etc.;

    θ. τὰ καλά Democr.194

    ;

    πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c

    ;

    θ. ὄμμασι E. Ion 232

    (lyr.);

    ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th. 797

    codd.; ἐθεᾶτο.. τὴν θέσιν τῆς πόλεως.., ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7;

    θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7

    : abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564.
    2 of the mind, contemplate,

    τὸ ἀληθές Pl.Phd. 84b

    , al.
    b see clearly,

    ἵν' ἴδητε καὶ θεάσησθε ὅτι.. D.4.3

    , cf. Pl.Prt. 352a; with relat. clause,

    ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε D.18.144

    .
    3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu. 518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116.
    4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1.
    II [voice] Act. [full] θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper.

    θέα Them.Or.3.44b

    , Jul.Ep. 89b, Hsch.: [tense] aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: [tense] pres.

    θεῶνται Philostr.Her.2.9

    . (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεάομαι

  • 120 καρπόω

    2 offer by way of sacrifice, LXXLe.2.11; ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, of burnt-offerings, SIG1025.33 (Cos, iv/iii B. C.):—so in [voice] Pass., ib.997.9 ([place name] Smyrna), cf. Hsch.
    II take as fruit or produce, LXXDe.26.14:—elsewh. in [voice] Med., καρπόομαι get fruit for oneself, i.e.,
    2 enjoy the usufruct or interest of money,

    ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾶς καρπώσασθαι Id.27.5

    ; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι to derive profits from.., Id.1.22;

    ἔθνη X.HG6.1.12

    ;

    ἰδία κ. τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.25.25

    ; [ πλεονεξίαν] D.23.126: in [tense] pf. [voice] Pass., τὸ ἐργαστήριον κεκαρπωμένος having enjoyed the profits of the shop, Id.27.47: abs., make profit, Ar.Ach. 837.
    4 simply, enjoy,

    ἄελπτον ὄμμα.. φήμης S.Tr. 204

    ;

    τἀμὰ.. λέχη E.Andr. 935

    ;

    ἐλευθερίαν Th.7.68

    ;

    τὴν σοφίαν Pl.Euthd. 305e

    ;

    ἡδονὴν ταύτην Id.Phdr. 252a

    , cf. 240a, etc.;

    ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν X.Cyr.8.2.22

    ;

    τὴν δόξαν τινός D.20.69

    ;

    τὴν ἡλικίαν Id.59.19

    ;

    δωρεάς Plu.Them.31

    : in bad sense,

    ἰδίας καρποῦσθαι λύπας Hp.Flat.1

    ;

    φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν A.Ag. 502

    ; τὰ ψευδῆ καλά ib. 621;

    πένθη E.Hipp. 1427

    ;

    ἄπαιδα κ. βίον Id.Fr.571.3

    ;

    τὰ μέγιστα ὀνείδη Pl.Smp. 183a

    ;

    λοιδορίας Phld.Vit. p.34J.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπόω

См. также в других словарях:

  • Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …   Dictionary of Greek

  • Καλά Νερά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 723 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στην ακτή του Παγασητικού κόλπου, 19 χλμ. ΝΑ της πόλης του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλεών …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»