-
1 ζαλ-
-
2 жаль
[ζάλ'] ρ. απρόσ. είναι κρίμα -
3 зал
[ζαλ] ουσ. α. αίθουσα -
4 жаль
[ζάλ'] ρ απρόσ είναι κρίμα -
5 зал
[ζαλ] ουσ α αίθουσα -
6 ζακυνθίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζακυνθίδες
-
7 ζηλωτός
ζηλ-ωτός, ή, όν, also ός, όν E.Andr.5, Med. 1035; [dialect] Dor. [pref] ζᾱλ- Simon., Pi.(v. infr.):—A enviable, of things, ;καλὰ καὶ ζ. ἐπιγράμματα D.22.72
: [comp] Comp., Isoc.6.95;ζηλωτὸν ὁ πλοῦτος Lycurg.Fr.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλωτός
-
8 πολυζήλωτος
πολυ-ζήλωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυζήλωτος
-
9 δηλέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `hurt, damage' (Il.).Other forms: Aor. δηλήσασθαι, δᾱλ- Theoc. 9, 36; 15, 48; El. κα-δαλέοιτο, κα-δαλέ̄μενοι ( κα-ζαλ-), perf. δεδήλημαιDerivatives: δήλημα `damage, destruction' (Od.; on the meaning Chantr. Form. 183), and δηλήμων `damaging, ruin' (Hom.); δήλησις `damage' (Ion., Thphr.); - δηλήεις `destructing' (Nic.), after nominal αἰγλήεις etc.; δηλητήριος `id.' (Teos Va u. a.), - ιον `poison' (Hp. Ep.); δηλητήρ only Hom. Epigr. 14, 8; δηλητηριώδης (Dav. Proll.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Schwyzer (720) took it as an iterative-intensive deverbative. With short α, φρενο-δᾰλής `destroying the mind' (A. Eu. 330 lyr.), δάλλει κακουργεῖ H., also παν-δάλητος `destroyed' (Hippon. 2); also, with unknown quantity, ἀδαλές ὑγιές, δάλαν λύμην, δαλῃ̃ κακουργῃ̃, δαλήσασθαι λυμήνασθαι, ἀδικῆσαι H. Doubtdul ζά-δηλος (Alc., s. v.). - As *`split' δηλέομαι was connected with δαιδάλλω, δέλτος as IE. * del- (and connected with Lat. doleō, dolor. This etymology assumes for δηλέομαι PGr. ē as lengthened grade of ĕ (beside zero grade in φρενο-δᾰλής etc.). Elean could have ᾱ from η. See DELG; hyperdorism is improbable. Wackernagel Glotta 14, 51f. held δᾱλ- for old. Conbined with the improbability of a long a in IE, the conclusion is that the verb is non-IE = Pre-Greek.Page in Frisk: 1,378Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δηλέομαι
См. также в других словарях:
ζαλ — ζάλ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέγα, ἰσχυρόν, πολύ» … Dictionary of Greek
ζαρωμάδα — η (Μ ζαρωμάδα) ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρωμα + κατάλ. αδα* (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
ισάδα — και ισιάδα, η 1. η ιδιότητα τού ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα 2. ίσος και ομαλός δρόμος 3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παραγ. κατάλ. άδα* (πρβλ. ζαλ άδα, φρονιμ άδα)] … Dictionary of Greek
κουτουράδα — η 1. αμελέτητη πράξη, απερισκεψία 2. επίρρ. χωρίς υπολογισμό, κουτουρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτουρού + άδα (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
πικράδα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πικρού, το να είναι κάτι πικρό («δεν τρώγονται από την πικράδα») 2. η πίκρα, η βαθιά λύπη («τόσες πικράδες και χολές μάς δίν ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.) 3. το φυτό κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίκρα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζάλη: ζαλ … Dictionary of Greek
πυράδα — ας, η, Ν 1. πύρα, ζέστη 2. (στην ποίηση) το λιοπύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
σχισμάδα — και σκισμάδα, η, Ν σχισμή, ρωγμή, σχίσιμο («κυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ άδα (πρβλ. ζαλ άδα] … Dictionary of Greek
τσικνάδα — η, Ν τσίκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίκνα + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα, πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
τσυπάδα — και τσιπάδα, η, Ν ναυτ. άγκυρα τής οποίας η αλυσίδα είναι τυλιγμένη γύρω από τον τσύπο της. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσύπος + κατάλ. άδα (πρβλ. ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek