-
121 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. -
122 μυθολογέω
A tell mythic tales, such as those of Homer, Isoc.6.24, Pl.R. 392b, Longin.34.2;πολλὰ τοιαῦτα μ. Pl.Grg. 493d
: folld. by a Relat., μ. ὡς .. X.Smp.8.28; μ. ὅτι .. Hp.Art.53.2 c. acc., tell as a legend or mythic tale,μ. τοὺς πολέμους τῶν ἡμιθέων Isoc.2.49
: c. inf., of an animal, ὃν.. μυθολογοῦσι γενέσθαι ἐκ πυρκαϊᾶς which they fable, fabulously report to derive its birth, Arist.HA 609b10; καθάπερ καὶ τὸν Μίδαν.. μυθολογοῦσι (sc. ἀπολέσθαι) Id.Pol. 1257b16, cf. 1274a39:—[voice] Pass., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ γενέσθαι φύσεις such as they are fabled to have been, Pl.R. 588c, cf. Arist.HA 617a5: impers., μυθολογεῖται.. τοὺς Ἀργοναύτας τὸν Ἡρακλέα καταλιπεῖν the legend goes that.., Id.Pol. 1284a22;μ. περὶ τῆς ζωῆς ὡς ὂν μακρόβιον Id.HA 578b23
: abs., become mythical, D.60.9, etc.; τὰ μυθολογούμενα fabulous tales, Arist.HA 578b24, cf. Pl.R. 378e.IV relate, generally with a notion of exaggeration, [Αἴσωπος] ἐμυθολόγησεν ὡς .. Arist.Mete. 356b12, cf. Nymphod.12; τὰ τῶν Ἑλλήνων καλά Polydeuces ap. Philostr.VS2.12.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυθολογέω
-
123 οἶτος
οἶτος, ὁ,A fate, doom, usu. in a bad sense,κακὸς οἶ. Il.8.34
, Od.1.350, al.;σὺ δέ κεν κακὸν οἶ. ὄληαι Il.3.417
;ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶ. ἔχουσα 9.563
;καλὰ τὸν οἶ. ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες 24.388
;κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶ. ἀείδεις Od.8.489
; Δαναῶν ἰδὲ Ἰλίου οἶ. ἀκούων ib. 578 ; but simply, lot,τὸν τῆς μελίσσης οἶ. ἔχειν Democr.227
.—[dialect] Ep. word, used in lyr. by S.El. 167, E.IT 1091 (dub. l.). (Prob. from εἶμι ibo.) -
124 παράβολος
I (parox.) with a side-meaning, deceitful,παραιβόλα κερτομέουσιν h.Merc.56
.II exposing oneself or what belongs to one: hence,1 of persons, venturesome, reckless, Ar.V. 192;πρὸς κινδύνους παραβολωτάτω App.BC2.149
;φιλοκίνδυνος καὶ π. ἐν ταῖς μάχαις D.S.19.3
. Adv. - λως desperately, recklessly,π. πλεῖν Men.643
; π. κινδυνεῦσαι, χρῆσθαι τῷ πολέμῳ, διαγωνίσασθαι, Plb.16.5.6, 2.47.3, Plu.Phil.5: [comp] Comp.- ώτερον Id.Phoc.6
.2 of things and actions, hazardous, perilous,ἔργον Hdt.9.45
;π. καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα Isoc.6.49
;π. ὁ λόγος ἴσως ἔστ' Men.Sam. 113
;π. καὶ καλὰ ἔργα Plb.18.53.1
;- ώτερον ἀγώνισμα Id.1.58.1
;πρᾶξις ἀνέλπιστος καὶ -ωτάτη D.S.20.3
;ἡ τόλμα καὶ τὸ π. Plb.3.61.6
;π. θρασύτης Plu. Num.8
;θρασὺ καὶ π. Cat.Cod.Astr.1.164.13
(- βουλον cod.); also π. ὁδοί, τόποι, dangerous roads, etc., Heraclit.Incred.21, Plb.5.14.9; τὰ π. bold metaphors, Longin.32.4;τὸ π. τῆς ζητήσεως Simp. in Cael. 481.19
.3 Adv. - λως in an extraordinary manner,ἡ τύχη μεταβιβάσασά τινας π. Plb.1.58.1
;π. διας ῴζεσθαι App.Hann.38
.III παράβολον, τό, as law-term, deposit made in lodging an appeal, Arist. Fr. 456, v.l. in Oec. 1348b13; [dialect] Dor. [full] πάρβολον, prob. in Foed.Delph. Pell.4A10, IG12(3).254.25 ([place name] Anaphe).2 border along the edge of a garment, ib.22.1514.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράβολος
-
125 παρατίθημι
Aπαρατίθω PMag.Par.1.333
, Tab.Defix.Aud. 26.27) ; [ per.] 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73 : [tense] impf.- ετίθει Ar.Ach.85
, Eq. 1223 : [tense] aor. [voice] Act. παρέθηκα, [voice] Med. παρεθέμην : [tense] pf. παρατέθεικα : in [dialect] Att. παράκειμαι generally serves as the [voice] Pass. :— place beside,πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177
, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc. ; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40
(Rosetta, ii B. C.).b. freq. of meals, set before, serve up,σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810
, cf. 9.90 (tm.) ;ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192
; ; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66
;νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408
;ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779
, cf. Od.9.517 (tm.) ; : c. gen.,τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73
, cf. 1.119 ([voice] Pass.) ;παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31
; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Id.Cyr.8.8.20 ; τὰ παρατιθέμενα meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16 : in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal,σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11
(Epid., v/iv B. C.).c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105.2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ.. θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν ) oh that they would place power at my disposal !, Od.3.205 ; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c ;π. αὐτοῖς.. ἀναγιγνώσκειν.. ποιήματα Id.Prt. 325e
:—[voice] Med., expose for sale, Arist.HA 622b34.3. place upon,στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th. 577
(nisi leg. περίθηκε).4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14 ; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή.. POxy. 2110.6 (iv A. D.) ; allege, produce, Is.9.32 ;ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79
K.;παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24
:—[voice] Med., v. infr. B. 5.5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a ; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6 ; set side by side, compare,τινά τινι Plu.Demetr.12
.b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. ([voice] Pass.).6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2.B. [voice] Med., set before oneself, have set before one,ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105
codd., cf. 19.150, 24.140 ;σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390
;τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130
;σῖτον X.Cyr.8.6.12
; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20 ; have meat set before others,ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506
; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσα .. Plu.Per.26.2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge,τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686
. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16 ;τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71
(iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to,τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22
; commend or commit into another's hands,εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46
;τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23
, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19 ; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.).b. store up in one's mind,ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8
.3. venture, stake, hazard,σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237
; , cf. Tyrt. 12.18.4. apply something of one's own to a purpose, employ it,ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd. 65e
.5. cite in one's own favour, cite as evidence or authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a ; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.) ; ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.) ;ψήφισμα Plu.2.833e
, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention,ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9
; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22 : abs., quote instances, ib. 52.7,al.:—rarely in [voice] Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v. l. in Id.Comp.23.6. affix, apply a name,τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4
.7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατίθημι
-
126 σεμνηγορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνηγορέω
-
127 στεῦμαι
στεῦμαι, Epic Verb, used by Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] pres. and [tense] impf., στεῦται, στεῦτο, once by A. in [ per.] 3sg. στεῦται; [ per.] 1sg. στεῦμαι cj. for ὑπισχνοῦμαι in Orph.L.82, [ per.] 3pl. [tense] impf.Aστεῦντο Maiist.60
:—In Il. always with inf. [tense] fut., make as if one would.., promise or threaten that one will..,στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Il.3.83
; ; ;στεῦτο γὰρ.. οἰσέμεν ἔντεα καλά 18.191
;στεῦτο.. ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ 21.455
; ; once with inf. [tense] aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι declares he has heard of O., Od.17.525;στεῦται.. ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι A.Pers.49
(anap.); with inf. [tense] pres., στεῦται δ' Ἠελίου γόνος ἔμμεναι boasts that he is.., A.R.2.1204; with acc. and inf. [tense] pres., στεῦντο θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν ἔμμεναι ἢ λάεσσιν declared that they were.., Maiist. l.c.: abs. once in Od., στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι he made eager efforts in his thirst, 11.584. (Aristarch. seems to have connected it with ἵστημι: τὸ στεῦτο κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως, Sch.Il.2.597, cf. Apollon. Lex., Hsch.: but more prob. στεῦτο (from Στεῦστο with dissimilation) corresponds to Ved. asto[snull ][tnull ]a 'solemnly proclaimed concerning himself', [ per.] 3sg. sigmatic [tense] aor. middle of stu-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεῦμαι
-
128 σφάγιον
σφᾰγ-ιον, τό,A victim, offering,σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or. 842
(lyr.);σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec. 109
(anap.); διδόναι τύμβῳ ς. ib. 119 (anap.); : mostly in pl., ;τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112
, cf. A.Th. 379, X. An.1.8.15;οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61
, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp. 1196;προφέρειν Th.6.69
;ἅπτεσθαι τῶν ς Antipho 5.12
; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys. 204.2 in E. also, slaughter, sacrifice,δοῦλα σφάγια Hec. 135
(anap.);σφάγια τέκνων Or. 815
(lyr.), cf. 658.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάγιον
См. также в других словарях:
Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα … Dictionary of Greek
Καλά Νερά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 723 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στην ακτή του Παγασητικού κόλπου, 19 χλμ. ΝΑ της πόλης του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλεών … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek