Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ωρολόγι(ον)

  • 1 ωρολόγι(ον)

    τό
    1) часы;

    ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;

    επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;

    ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;

    ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;

    ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;

    πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;

    τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);

    τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;

    2) расписание;

    ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;

    3) церк, часослов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολόγι(ον)

  • 2 ωρολόγι(ον)

    τό
    1) часы;

    ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;

    επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;

    ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;

    ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;

    ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;

    πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;

    τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);

    τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;

    2) расписание;

    ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;

    3) церк, часослов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολόγι(ον)

  • 3 ωρολογι(α)κός

    η, ό[ν]
    1) расписанный по часом; 2) часовой;

    ωρολογι(α)κός μηχανισμός — часовой механизм;

    ωρολογι(α)κή βόμβα — бомба с часовым механизмом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολογι(α)κός

  • 4 ωρολογι(α)κός

    η, ό[ν]
    1) расписанный по часом; 2) часовой;

    ωρολογι(α)κός μηχανισμός — часовой механизм;

    ωρολογι(α)κή βόμβα — бомба с часовым механизмом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολογι(α)κός

  • 5 часы

    часы
    мн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:
    ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου.

    Русско-новогреческий словарь > часы

  • 6 часы

    -ов πλθ. ωρολόγι•

    золотые часы χρυσό ωρολόγι•

    карманные часы ωρολόγι της τσέπης•

    ручные часы ωρολόγι του χεριού•

    стенные часы ωρολόγι του τοίχου•

    производство -ов παραγωγή ωρολογιών.

    εκφρ.
    как часы – σαν το ωρολόγι (ακρίβεια, ακριβώς• κανονικότατα).

    Большой русско-греческий словарь > часы

  • 7 куранты

    -ов πλθ. ωρολόγι σε πύργο ή κωδωνοστάσιο•

    кремлёвские куранты το ωρολόγι του Κρεμλίνου.

    Большой русско-греческий словарь > куранты

  • 8 башенный

    башенн||ый
    прил πυργωτός, τοῦ πύργου:
    \башенный кран ὁ γερανός μέ πυργίσκο; \башенныйые часы τό ὠρολόγι τοῦ πύργου.

    Русско-новогреческий словарь > башенный

  • 9 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 10 правильно

    правильн||о
    1. нареч σωστά, ὁρθώς, καλά:
    рассуждать \правильно κρίνω σωστά· часы иду́т\правильното ὠρολόγι πηγαίνει καλά·
    2. предик безл εἶναι σωστό, εἶναι ὀρθόν/σωστά!, μάλιστα! (при восклицании)·
    3. нареч (регулярно) τακτικά, κανονικά.

    Русско-новогреческий словарь > правильно

  • 11 τοίχος

    ο стена;
    ωρολόγι τού τοίχου стенные часы;

    § στον τοίχοο τα λέει — как об стенку горох;

    από τον τοίχοα να τα κόψω;

    ирон. откуда мне взять, с неба что ли?;

    τό πρόσωπο της τοίχος — она вся размалёвана, наштукатурена;

    εβάρεσε τον κώλο του στον τοίχοο — он вылетел в трубу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τοίχος

  • 12 ωρολόϊ

    το см. ωρολόγι[ον]

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρολόϊ

  • 13 анкерный

    επ.
    με άγκυρα•

    -ые часы ωρολόγι με άγκυρα.

    Большой русско-греческий словарь > анкерный

  • 14 башенный

    επ.
    του πύργου•

    -ые часы το ωρολόγι του πύργου.

    Большой русско-греческий словарь > башенный

  • 15 будильник

    α.
    ωρολόγι-ξυπνητήρι.

    Большой русско-греческий словарь > будильник

  • 16 газовый

    επ.
    1. του αερίου, του φωταερίου•

    -ое освещение φωτισμός με φωταέριο•

    газовый зевод εργοστάσιο (παραγωγής) αερίου, αεριοφωτοποιείο•

    газовый рожок καυστήρας φωταερίου, μπέκ•

    -ая плита γκαζοσυσκευή•

    газовый счетчик γκαζομετρητής, ωρολόγι γκαζιού•

    -ое отопление θέρμανση με φωταέριο.

    2. χημικός•

    -ая воина χημικός πόλεμος.

    εκφρ.
    - ая гангрена – χημικά εγκαύματα•
    - ая сварка – αυτογενής συγκόλληση, οξυγονοκόλληση•
    - ая резка – (για μέταλλα) κοπή με οξυγόνο η αυτογενής.
    επ.
    από γάζα•

    -ое платье φόρεμα από γάζα.

    Большой русско-греческий словарь > газовый

  • 17 газомер

    α.
    μετρητής (ωρολόγι) αερίου.

    Большой русско-греческий словарь > газомер

  • 18 заклад

    α. παλ. βλ. залог 1 (1 κ. 2 σημ.)•

    часа в -е το ωρολόγι το έβαλα ενέχυρο.

    Большой русско-греческий словарь > заклад

  • 19 карманный

    επ.
    της τσέπης•

    -ые часы ωρολόγι της τσέπης•

    карманный словарь λεξικό της τσέπης•

    -ая книжка βιβλίο της τσέπης, εγκόλπιο.

    εκφρ.
    карманный вор – πορτοφολάς•
    - ые деньги – χαρτζιλίκι•
    - ые расходы – τα μικροέξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > карманный

  • 20 колокольный

    επ.
    της καμπάνας•

    колокольный звон ο ήχος της καμπάνας•

    -ые часы το ωρολόγι της εκκλησίας.

    Большой русско-греческий словарь > колокольный

См. также в других словарях:

  • -λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογάς — ο, Ν [ωρολόγι(ο)] ρολογάς …   Dictionary of Greek

  • ωρολόγιο — I (Αστρον.). Αστερισμός ο οποίος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από δυσδιάκριτους αστέρες και μεσουρανεί το βράδυ προς το τέλος Δεκεμβρίου, λίγες μοίρες κάτω από τον ορίζοντα της Αθήνας, γι’ αυτό και είναι αόρατος από την ελληνική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»