Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ιῶνος

См. также в других словарях:

  • Ἴωνος — Ἴων the Ionians masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίωνος Δραγούμη, δήμος — Νέος δήμος (3.457 κάτ.) του νομού Καστοριάς, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμπελοκήπων, Βογατσικού, Γέρμα, Κωσταραζίου και Μηλίτσας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • GR-56 — Präfektur Kastoria Νομός Καστοριάς Basisdaten …   Deutsch Wikipedia

  • Kastoria (Präfektur) — Präfektur Kastoria Νομός Καστοριάς (1941–2010) Basisdaten (April 2010)[1] Staat …   Deutsch Wikipedia

  • Ion Dragoumis — Íon Dragoúmis Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31… …   Wikipédia en Français

  • Íon Dragoúmis — Pour les articles homonymes, voir Dragoumis. Íon Dragoúmis (en grec : Ίων Δραγούμης) était un diplomate, homme politique et écrivain nationaliste grec, né à Athènes le 15 septembre (2 septembre julien) 1878, et décédé le 31 juillet julien)… …   Wikipédia en Français

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • BATON Sinopensis — verum Persicarum commentarios condidit: cuius rei auctor nobis Strabo l. 12. ubi de Sinope, Α῎νδρας ἐξήνεγκεν ἀγαθούς. Τῶν μὲν φιλοσόφων Διογένη τὸν Κυνικὸν, καὶ Τιμόθεον τὸν Πατρίωνα. Τῶν δὲ ποιητῶν Δίφιλον τὸν Κωμικόν. Τᾶν δὲ συγγραφέων Βκ´θωνα …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοσμολογικός — ή, υ (Α κοσμολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός νεοελλ. φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία» αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της …   Dictionary of Greek

  • λυδίων — ίωνος, ὁ (Α) (στους Ρωμαίους) μίμος, υποκριτής, ορχηστής («ἐν ἁπάσαις [ταῑς πομπαῑς] πρόσηβοι κόροι... στοιχηδὸν πορεύονται καλούμενοι πρὸς αὐτῶν... λυδίωνες», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludio, ionis και ludius, ii «υποκριτής, μίμος»] …   Dictionary of Greek

  • μαρκίωνας — ο (Μ μαρκίων, ίωνος) ο μαρκήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. markio] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»