Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τήρια

См. также в других словарях:

  • οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… …   Dictionary of Greek

  • συγκομιστήρια — τά, ΜΑ (ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις τής Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή τής συγκομιδής προς τιμήν τής Δήμητρος και τού Διονύσου και στη διάρκεια τής οποίας προσέφεραν… …   Dictionary of Greek

  • σχαστηρία — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση αρχ. 1. είδος τροχοπέδης 2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το… …   Dictionary of Greek

  • μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… …   Dictionary of Greek

  • σχητηρίαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγκυραν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχη τού μέλλ. σχήσωτον ρ. ἔχω (πρβλ. σχήμα) + επίθημα τήριος / τηρία (πρβλ. βακ τηρία. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σχετέος] …   Dictionary of Greek

  • υετηρία — ἡ, Α βροχερός καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός + επίθημα τηρία (πρβλ. βακ τηρία)] …   Dictionary of Greek

  • θυμιατήρια — θῡμιᾱτήρια , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατήρια — πειρᾱτήρια , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατήρια — πρᾱτήρια , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριατήρια — πυριᾱτήρια , πυριατήριον vapour bath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»