-
1 χαλινωτηρια
-
2 ακροατήρια
-
3 ἀκροατήρια
-
4 θυμιατήρια
θῡμιᾱτήρια, θυμιατήριονcenser: neut nom /voc /acc pl -
5 πειρατήρια
πειρᾱτήρια, πειρατήριονtrial: neut nom /voc /acc plπειρατήριοςtentative: neut nom /voc /acc pl -
6 πρατήρια
πρᾱτήρια, πρατήριονplace for selling: neut nom /voc /acc pl -
7 πυριατήρια
πυριᾱτήρια, πυριατήριονvapour-bath: neut nom /voc /acc pl -
8 τακροατήρια
-
9 τἀκροατήρια
-
10 καμπτηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπτηρία
-
11 κατευθυντηρία
κατευθυν-τηρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευθυντηρία
-
12 λαμπτήρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπτήρια
-
13 μελαντηρία
μελαν-τηρία, ἡ,A black pigment, also used internally as a drug, Lat. creta sutoria, shoemakers' black, IG22.1672.14,16,69, Arist.Col. 794a20, Heraclid.Tar. ap. Cael.Aur.CP3.44, Dsc. 5.101, Gal. 13.741, Luc.Cat.15, Scrib.Larg. 208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελαντηρία
-
14 περικαθαρτήρια
περικᾰθᾰρ-τήρια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαθαρτήρια
-
15 τροχαντήρ
A trochanter, i. e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq.II part of the stern of a ship, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαντήρ
-
16 φυλακτήρ
A = παννυχίς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτήρ
-
17 ἀνακλητήρια
ἀνακλη-τήρια, τά,A a festival on a king's proclamation, Plb.18.55.3, 28.12.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακλητήρια
-
18 Ἀνθεστήρια
Ἀνθεσ-τήρια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀνθεστήρια
-
19 ἀρνευτήρια
ἀρνευ-τήρια, τά,A tumbling or diving tricks, Id. (s. v. l.). (Acc. to D.H.ap.Et.Gen., from ἀρήν, one that plunges and butts like a lamb; but rather from ἀρνεύω butt or dive headlong like a ram (Αρνεύς, cf. ἀρνειός).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνευτήρια
-
20 ἁλτηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλτηρία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… … Dictionary of Greek
στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… … Dictionary of Greek
συγκομιστήρια — τά, ΜΑ (ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις τής Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή τής συγκομιδής προς τιμήν τής Δήμητρος και τού Διονύσου και στη διάρκεια τής οποίας προσέφεραν… … Dictionary of Greek
σχαστηρία — η, ΝΑ νεοελλ. στρ. εξάρτημα τού επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση αρχ. 1. είδος τροχοπέδης 2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το… … Dictionary of Greek
μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… … Dictionary of Greek
σχητηρίαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγκυραν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχη τού μέλλ. σχήσωτον ρ. ἔχω (πρβλ. σχήμα) + επίθημα τήριος / τηρία (πρβλ. βακ τηρία. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σχετέος] … Dictionary of Greek
υετηρία — ἡ, Α βροχερός καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός + επίθημα τηρία (πρβλ. βακ τηρία)] … Dictionary of Greek
θυμιατήρια — θῡμιᾱτήρια , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατήρια — πειρᾱτήρια , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατήρια — πρᾱτήρια , πρατήριον place for selling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυριατήρια — πυριᾱτήρια , πυριατήριον vapour bath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)