-
21 Ἴωνες
Grammatical information: m. pl.Meaning: Ionian, one of the four Greek main tribes (since Ν 685 Ίάονες ἑλκεχίτωνες; late Interpolation, v. Wilamowitz Glaube 1, 85 A. 3).Dialectal forms: Myc. IawoneCompounds: As 2. member in Παν-ίωνες (Eust. 1414, 36), backformation after Παν-έλληνες from Πανιών-ιον n. `temple of all Ionians', - ια pl. name of the feast (Hdt.), Πανιώνιος m. surname of Apollon a. o. (inscr.).Derivatives: 1. Ίάς, - άδος f. `Ionian woman, Ionic' (Hdt., Th.) with Ίακός (Plb.); to Ἴωνες after Ε῝λληνες: `Ελλάς (cf. below). 2. Ίαόνιος `Ionic, Greek' (A. in lyr.), Ίαονίς f. (Nic.); late Ίώνιος `id.' (Philostr.) with Ίωνίς f. (Call., Paus.), Ίωνιάς f. (Nic., Str.); here Ίωνία `Ionia' (A. Pers. 771), Ίαονίη-θε (Nic. Fr. 74, 2). 3. Ίωνικός `Ionic' (Hdt., Th.). 4. ὁ Ίόνιος ( κόλπος etc.) m. `the Ionic Sea' (between Epeiros and Italy; cf. below). 5. Ίάνειος patronym. (Thess.). 6. ἰωνίσκος m. ephesian name of the fish χρυσόφρυς (`gilt-head'; Archestr.; cf. Strömberg Fischnamen 86). Denomin. verb ἰωνίζω `speak Ionic' (A. D.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain Ίαωλκός, Ίωλκός town in Magnesia on the Pagasaic gulf (since Hes. Th. 997), prop. "Haven of Ionians" \< *ΊαϜο-ολκός? From Egypt. jwn(n)', Hebr. jāwān, OP yauna etc. we get an original *Ίά̄Ϝονες; further analysis unknown. A shorter form *Ἴον-ες is supposed in Ίόνιος (cf. Jacobsohn KZ 57, 76ff., Treidler Klio 22, 86ff., also Kretschmer Glotta 19, 216), if not after χθόνιος a. o. (by Beaumont JournofHellStud. 56, 204 Ίόνιος is connected with Ίώ); in any case Ίάς and Ίαωλκός can be explained from Ίάονες, Ἴωνες. Unclear Ίάνων ( ̆ ̆ ̄; A. Pers. 949f.; lyr.). - The accent in Ἴωνες acc. to Vendryes BSL 25, 49 shows Attic shift as in ἔγωγε. - Proper meaning unknown, so without etymology. Several hypotheses: "the ἰα-cryers" (Theander Eranos 20, 1ff.), "adorers of Apollon ἰήϊος" (Kretschmer Glotta 18, 232f., Kleinas. Forsch. 1, 1ff.). Details in Schwyzer 80: 3. S. Szemerényi Stud. z. Sprachgesch. u. Kultukunde 155-157.Page in Frisk: 1,748Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἴωνες
-
22 Ιά
ἸάἸάςthe Ionian flower: fem voc sg -
23 Ἰά
ἸάἸάςthe Ionian flower: fem voc sg -
24 Ιάδα
-
25 Ἰάδα
-
26 Ιάδας
-
27 Ἰάδας
-
28 Ιάδες
-
29 Ἰάδες
-
30 Ιάδι
-
31 Ἰάδι
-
32 Ιάδος
-
33 Ἰάδος
-
34 Ιάδων
-
35 Ἰάδων
-
36 Ιάσι
-
37 Ἰάσι
-
38 Ναιάς
Νᾱϊάς, ΝαιάςNaiad: fem nom sg -
39 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
40 ἁλικία
ᾱλῐκία (-ίας, -ίᾳ, -ίαν.)a age, life “φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον” O. 4.27 “ ἀλλ' ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ” P. 4.157θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
b esp. youth, youthfulnessκρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.109
δέδορκεν παιδὶ τοῦθ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.42
εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.34
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.1
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.c youth, young men ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (v. l. βάλετ' ἀλικίαν.) P. 1.74 [? I. 8.1]a frag. ]καθ' ἁλικίαν[ Θρ. 5a. 5.
См. также в других словарях:
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek
Ἰάς — the Ionian flower fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
ἰᾶς — εἷς sem fem gen sg (attic epic doric aeolic) ἰά voice fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἰᾶ̱ς , ἰάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰᾷς — ἰάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάς — ἰά̱ς , ἰά voice fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴας — Ἴᾱς , Ἴης masc acc pl Ἴᾱς , Ἴης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίας — ίᾱς , κερατέα fem acc pl ίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακ(κ)ίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ Εὐπόλιδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα ίας (πρβλ. σαπρ ίας)] … Dictionary of Greek
Ἰά — Ἰάς the Ionian flower fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)