-
1 Ιάδα
-
2 Ἰάδα
-
3 Ὀλυμπιάς
Ὀλυμπιᾰς (-ιάς, -ιάδος, -ιάδι, -ιάδα; -ιάδων)a f. adj., at the Olympic games μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπιάς (sc. νίκα: Ὀλυμπίας codd., corr. Tricl.) P. 7.15b subs., Olympic festivalτὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94
Ὀλυμπιάδα δ' ἔστασεν Ἡρακλέης O. 2.3
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58
λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63
εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
c pl. pro subs., Olympian goddessesΣεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις P. 11.1
См. также в других словарях:
Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιάς — Ἰάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Ιωνία, η ιωνική («τὴν Ἰάδα στρατιήν», Ηρόδ.) 2. η ιωνική διάλεκτος («ἐν τῇ Ἰάδι γράφειν», Λουκιαν.) 3. ιωνικό άνθος, το ίον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θηλ. < ‘Ιωνες κατά το Ελλάς < Έλληνες] … Dictionary of Greek