-
1 Ιάδας
-
2 Ἰάδας
-
3 Ἀργειφοντίαδας
Ἀργειφοντ-ίαδας, gen. αο,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀργειφοντίαδας
См. также в других словарях:
Ἰάδας — Ἰάς the Ionian flower fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)