-
1 Ιωνιάς
-
2 Ἰωνιάς
-
3 Ιωνίας
Ἰωνίᾱς, Ἰώνιοςfem acc plἸωνίᾱς, Ἰώνιοςfem gen sg (attic doric aeolic)Ἰωνίᾱς, Ἰωνίαthe Ionians: fem acc plἸωνίᾱς, Ἰωνίαthe Ionians: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 Ἰωνίας
Ἰωνίᾱς, Ἰώνιοςfem acc plἸωνίᾱς, Ἰώνιοςfem gen sg (attic doric aeolic)Ἰωνίᾱς, Ἰωνίαthe Ionians: fem acc plἸωνίᾱς, Ἰωνίαthe Ionians: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ιωνιάς
-
6 ἰωνιᾶς
-
7 ιωνιάς
-
8 ἰωνιάς
-
9 Ιωνιά
-
10 Ἰωνιά
-
11 Ιωνιάδας
-
12 Ἰωνιάδας
-
13 Ιωνιάδες
-
14 Ἰωνιάδες
-
15 Ιωνιάδων
-
16 Ἰωνιάδων
-
17 μητρόπολις
μητρό-πολις, [dialect] Dor. [pref] ματρό-, poet. [full] μητρόπτολις, Epigr.Gr.537.4 ([place name] Tomi), 842a1 ([place name] Cyrene), Syria7.209 ([place name] Damascus), Nonn.D.13.166: εως, ἡ:—A mother-state, as related to her colonies, of Athens in relation to the Ionians, Hdt.7.51, Th.6.82; of Doris in relation to the Peloponn. Dorians, Hdt.8.31, Th.1.107, 3.92; of Meroe in relation to the Ethiopians, Hdt.2.29; of Thera,μεγαλᾶν πολίων μ. Pi.P.4.20
;μ. Λοκρῶν Ὀπόεις Simon.93
; of the Attic Salamis, as the μ. of the Cyprian, A.Pers. 895(lyr.); of Corinth, as the μ. of Corcyra, Th.1.24; of Rome, Gal.14.296.2 metaph., ἐστὶ μ. τοῦ ψυχροῦ [ ὁ ἐγκέφαλος] Hp.Carn.4;ἡ ἱστορία μ. τῆς φιλοσοφίας D.S. 1.2
, cf. Chrysipp.Stoic.3.199; γεωμετρία ἀρχὴ καὶ μ. τῶν ἄλλων (sc. μαθημάτων) Philol. ap. Plu.2.718e.2 ἁ σὰ ματρόπολις thy mother's city, Isyll.59.III capital city, X.An.5.2.3, 5.4.15; ἡ μ. τῆς Ἀσίας, of Ephesus, OGI496.6, IG3.485; ἡ μ. τῆς Ἰωνίας, of Miletus, ib.480.b in Egypt, chief town of a νομός, PRev.Laws 48.16 (iii B. C.), BGU 326 ii 10 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόπολις
-
18 περιπλέω
A sail or swim round, abs., Hdt.6.44, Ephipp. 5.16 (anap.), etc.; float, of an island, Hecat.305J.: c. acc., Λιβύην, Πελοπόννησον, τὴν ἄκρην, τὴν Εὔβοιαν, Hdt.4.42, 179, 5.108, 8.14;π. αὐτοὺς κύκλῳ Th.2.84
;ἀνὴρ πολλὰ περιπεπλευκώς Ar.Ra. 535
;π. ἐκ τοῦ Κωρύκου Th.8.34
;ἀπ' Ἰωνίας εἰς Κιλικίαν X.An.1.2.21
, cf. Th.8.92;εἰς Πύλας D.18.32
;π. ἐκεῖσε X.HG1.1.11
.II metaph., to be unstable, slip about, Hp.Fract.4.III [voice] Pass., to be wrapped up, Heliod. ap. Orib.44.23.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπλέω
-
19 ἀνάστασις
I [voice] Act., ([etym.] ἀνίστημι) making to stand or rise up, raising up the dead,ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις.. οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu. 648
;ἔλαβον.. ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν Ep.Heb.11.35
.2 making to rise and leave their place, removal, as of suppliants,ἀ. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Th.1.133
; ἀ. τῆς Ἰωνίας removal of the Greeks from Ionia [ for safety], Hdt.9.106: mostly in bad sense, desolation,ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν A.Ages.589
;πόλεων ἀ. Id.Pers. 107
, cf. E.Tr. 364;τῆς πατρίδος D.1.5
; disturbance, Hp.Decent..3 (pl.).3 setting up, erection,τειχῶν D.20.72
;τροπαίου Plu. 2.873a
; ([place name] Cnidus), cf. IPE12.34.8 ([place name] Olbia), Arr. An.4.11.2;οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3
(pl.).II ([etym.] ἀνίσταμαι) standing or rising up,πόδες ἀναστάσεως χάριν Arist.Spir. 485a18
, cf. Id.Fr. 156.b esp. for the stool, dub. in Hp.Epid.6.7.1: hence, motions, Id.Coac. 605, Dieuch. ap.Orib.4.6.2.d rising from the dead,Τυνδάρεω Luc.Salt.45
; εἰς ἀνάστασιν [fort. βλέποντες] IGRom.4.743 (Eumeneia, iii A.D.): freq. in N.T., Ev.Matt. 22.23, al.;ἀ. νεκρῶν Act.Ap.23.6
;ἀ. ζωῆς, κρίσεως Ev.Jo.5.29
;ἀπὸ σώματος ἀ. Plot.3.6.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάστασις
-
20 Ἰώνιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰωνιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνιᾶς — ἰωνιή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωνιάς — ἰωνιά̱ς , ἰωνιή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνίας — Ἰωνίᾱς , Ἰώνιος fem acc pl Ἰωνίᾱς , Ἰώνιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰωνίᾱς , Ἰωνία the Ionians fem acc pl Ἰωνίᾱς , Ἰωνία the Ionians fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιωνίας, δήμος — Νέος δήμος (4.650 κάτ.) του νομού Χίου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βουνού, Έξω Διδύμας, Καλλιμασιάς, Καταρράκτου, Μέσα Διδύμας, Μυρμηγκίου, Νενήτων, Παγίδος και Φλατσίων, οι οποίες… … Dictionary of Greek
Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τη Νέα Ιωνία. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 22 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 75 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το ανδρικό μοναστήρι της Παναχράντου στο Νέο Ηράκλειο Αττικής … Dictionary of Greek
Νέας Ιωνίας, δήμος — Δήμος (31.612 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και την κοινότητα Γλαφυρών, η οποία καταργήθηκε. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Νέα Ιωνία … Dictionary of Greek
Ἰωνιά — Ἰωνιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνιάδας — Ἰωνιάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνιάδες — Ἰωνιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰωνιάδων — Ἰωνιάς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)