Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ινθος

См. также в других словарях:

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • вол — род. п. вола, укр. вiл, вола, др. русск. волъ, ст. слав. волъ βοῦς (Остром., Супр.), болг. вол, сербохорв. во̑, род. п. во̀ла, словен. vòl, род. п. vola, чеш. vůl, слвц. vôl, польск. woɫ, в. луж., н. луж. woɫ. Старая основа на u; отсюда ст.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Лабиринт — Пример лабиринта У этого термина существуют и другие значения, см. Лабиринт (значения). Лабиринт (др. греч …   Википедия

  • helminto — (Del gr. helmins, inthos, gusano.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Gusano, especialmente el que es parásito del intestino. * * * helminto (del gr. «hélmins, inthos», gusano) m. Zool. *Gusano. ⊚ Zool. En algún tiempo se llamó así a los gusanos… …   Enciclopedia Universal

  • helmintología — ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Parte de la zoología que estudia los gusanos, especialmente los que son parásitos del ser humano y de los animales. * * * helmintología (del gr. «hélmins, inthos», gusano, y « logía») f. Parte de la zoología que se… …   Enciclopedia Universal

  • platelminto — ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a un tipo de gusanos de cuerpo aplanado, sin aparato circulatorio ni respiratorio. * * * platelminto (del gr. «platýs», ancho, y «hélmins, inthos», gusano) adj. y n. m. Zool. Se aplica a los …   Enciclopedia Universal

  • nematelminto — ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a un tipo de gusanos de cuerpo cilíndrico y alargado, no anillado, provistos de tubo digestivo. * * * nematelminto (del gr. «nêma, atos», hilo, y «hélmins, inthos», gusano) adj. y n. m. Zool …   Enciclopedia Universal

  • ερέβινθος — ο (AM ἐρέβινθος) 1. το φυτό ρεβιθιά 2. ο καρπός τής ρεβιθιάς, το ρεβίθι μσν. (με προσωποποίηση τού ουσ.) Ερέβινθος Ρέβιθος αρχ. μτφ. το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’… …   Dictionary of Greek

  • κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»