Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πείρινθος

См. также в других словарях:

  • πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»