-
1 πείρινθος
πείρινθος, ἡ, spätere Form von πείρινς, VLL.; nach E. M. auch ἡ πείρινϑα, u. bei Apoll. L. H. ἃ λέγομεν πειρίνϑια.
-
2 πείρινθος
πείρῑνθος, πείρινςwicker basket: fem gen sg -
3 πείρινς
πείρινς ινϑος, ἡ, der Wagenkorb (nach Apoll. L. H. τὰ ἐπὶ τῆς ἁμάξης, εἰς ἃ ἐντίϑεται τὰ πρὸς τὴν χρείαν, ἕνεκα τοῠ πλείω χωρεῖν), Il. 24, 190. 267, aus welchen Stellen hervorgeht, daß er jedesmal auf den Wagen aufgebunden wird, Od. 15, 131. Bei Hom. nur im accus. πείρινϑα. Bei Ap. Rh. 5, 873 πείρινϑος ἐφαπτόμεναι μετόπισϑε.
-
4 πείρινς
A wicker basket tied upon the ἅμαξα, body of the cart,πείρινθα δὲ δῆσαι ἐπ' αὐτῆς [ἀμάξης] Il.24.190
, cf. 267;τὰ μὲν ἐς πείρινθα τίθει Od.15.131
.—Hom. only uses the acc. πείρινθα; gen., A.R.3.873 : [full] πείρινθος cited as nom. by Hsch., EM668.21:—also [full] πείρινθα, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πείρινς
См. также в других словарях:
πείρινθος — ὁ, Α βλ. πείρινς … Dictionary of Greek
πείρινθος — πείρῑνθος , πείρινς wicker basket fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων … Dictionary of Greek