-
1 θυμικός
A high-spirited, of the dog, Arist.HA 488b21:τὸ ἄρρεν -ώτερον Id.PA 661b33
: [comp] Sup., D.C.49.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμικός
-
2 θυμικός
θυμικός, ή, όν (s. θυμός; Aristot. et al.; Philo) hot-tempered, irascible (so Aristot., Rhet. 2, 14 p. 1389a, 9; Cornutus 20 p. 39, 16; Athen. 2, 45 p. 55f; Tat. 9, 1) D 3:2.—DELG s.v. θυμός. -
3 θυμικός
θῡμικός, θυμικόςhigh-spirited: masc nom sg -
4 θυμικά
θῡμικά, θυμικόςhigh-spirited: neut nom /voc /acc plθῡμικά̱, θυμικόςhigh-spirited: fem nom /voc /acc dualθῡμικά̱, θυμικόςhigh-spirited: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 θυμικώτερον
θῡμικώτερον, θυμικόςhigh-spirited: adverbial compθῡμικώτερον, θυμικόςhigh-spirited: masc acc comp sgθῡμικώτερον, θυμικόςhigh-spirited: neut nom /voc /acc comp sg -
6 θυμικωτάτων
θῡμικωτάτων, θυμικόςhigh-spirited: fem gen superl plθῡμικωτάτων, θυμικόςhigh-spirited: masc /neut gen superl pl -
7 θυμικωτέρα
θῡμικωτέρᾱ, θυμικόςhigh-spirited: fem nom /voc /acc comp dualθῡμικωτέρᾱ, θυμικόςhigh-spirited: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
8 θυμικών
θῡμικῶν, θυμικόςhigh-spirited: fem gen plθῡμικῶν, θυμικόςhigh-spirited: masc /neut gen pl -
9 θυμικῶν
θῡμικῶν, θυμικόςhigh-spirited: fem gen plθῡμικῶν, θυμικόςhigh-spirited: masc /neut gen pl -
10 θυμικόν
θῡμικόν, θυμικόςhigh-spirited: masc acc sgθῡμικόν, θυμικόςhigh-spirited: neut nom /voc /acc sg -
11 θυμικώτατον
θῡμικώτατον, θυμικόςhigh-spirited: masc acc superl sgθῡμικώτατον, θυμικόςhigh-spirited: neut nom /voc /acc superl sg -
12 θυμική
-
13 θυμικῇ
-
14 θυμικής
-
15 θυμικῆς
-
16 θυμικαίς
-
17 θυμικαῖς
-
18 θυμικαί
θῡμικαί, θυμικόςhigh-spirited: fem nom /voc pl -
19 θυμικοίς
-
20 θυμικοῖς
См. также в других словарях:
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
θυμικός — θῡμικός , θυμικός high spirited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο συναισθηματικό μέρος της ψυχής: Θυμική διάθεση. 2. ορμητικός, οργίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμικά — θῡμικά , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc pl θῡμικά̱ , θυμικός high spirited fem nom/voc/acc dual θῡμικά̱ , θυμικός high spirited fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικώτερον — θῡμικώτερον , θυμικός high spirited adverbial comp θῡμικώτερον , θυμικός high spirited masc acc comp sg θῡμικώτερον , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικωτάτων — θῡμικωτάτων , θυμικός high spirited fem gen superl pl θῡμικωτάτων , θυμικός high spirited masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικωτέρα — θῡμικωτέρᾱ , θυμικός high spirited fem nom/voc/acc comp dual θῡμικωτέρᾱ , θυμικός high spirited fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικῶν — θῡμικῶν , θυμικός high spirited fem gen pl θῡμικῶν , θυμικός high spirited masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικόν — θῡμικόν , θυμικός high spirited masc acc sg θῡμικόν , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμικώτατον — θῡμικώτατον , θυμικός high spirited masc acc superl sg θῡμικώτατον , θυμικός high spirited neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Властарь Матвей — византийский канонист, иеромонах солунский; год смерти его неизвестен, но в 1850 г. он еще жил. О важнейшем труде его алфавитной синтагме канонов см. Византийское право. Вскоре по появлении своем синтагма В. была переведена на сербский язык, а… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона