-
41 εἰδωλόθυσία
εἰδωλό-θῠσία, ἡ,A sacrifice to idols, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλόθυσία
-
42 εὐπρόσδεκτος
εὐπρόσ-δεκτος, ον,A acceptable, Ep.Rom.15.16,31;τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c
; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar. Pax 1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρόσδεκτος
-
43 ζηλοτυπία
ζηλοτῠπ-ία, ἡ,A jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.;ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10
;ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2
;ζ. πρός τινα Plu.2.276b
;θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15
: pl., Phld.Rh.2.139S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλοτυπία
-
44 θυσίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσίασμα
-
45 καταβολή
καταβολ-ή, ἡ,A throwing down: hence, sowing, Corp.Herm.9.6; esp. of begetting, κ. σπέρματος, σπερμάτων, Philol.13, Luc.Am.19, cf. Ep.Hebr.11.11, Arr.Epict.1.13.3; ἡ Ῥωμύλου σπορὰ καὶ κ. Plu.2.320b.c Astrol., nativity, ἡ ἐξ ἀρχῆς κ. Vett.Val.220.29, al.2 paying down, esp. by instalments, καταβάλλειν τὰς κ. D.59.27; τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει paid money as a deposit (by way of caution), Docum.ib.37.22, cf.IG12(7).515.26 (Amorgos, ii B. C.), UPZ 112v12 (pl., ii B. C.), etc.;ἔχειν τῆς γῆς.. καταβολήν
liability for rent,PEleph.
23.17 (iii B. C.): pl., instalments, PLips.12.17 (iii A. D.), etc.II laying of a foundation: hence, building, structure, LXX2 Ma.2.29;τῆς ἀρχιτεκτονίας Bito 49.2
;ἔργου J.AJ12.2.9
: but usu. metaph.,1 foundation, beginning,ἱερῶν ἀγώνων Pi.N.2.4
;τῆς περιόδου Arist.Mete. 352b15
;κ. ἐποιεῖτο καὶ θεμέλιον ὑπεβάλλετο τυραννίδος Plb.13.6.2
;κ. κόσμου Ev.Matt.13.35
,Ep.Eph.1.4;κ.κοσμική Cat.Cod.Astr.8(3).138
(Thessal.);ἡ πρώτη κ. τῆς φιλοσόφου θεωρίας Procl.
in Alc.Praef.p.8C.; ἐκ καταβολῆς from the foundations: hence, anew, σκάφη ἐκ κ. ἐναυπηγοῦντο, of fresh construction, Plb.1.36.8; ἐκ κ. πλάττων, of pure invention, Id.15.25.35: hence, of set purpose, deliberately, Id.1.47.7, 24.8.9.III periodical attack of illness, fit,τῆς ἀσθενείας Pl.Grg. 519a
, cf.κατηβολή; πυρετοῦ D.9.29
, Ph.1.399, 2.563, cf. Aristid.Or.50(26).59, Id.2.166J.; trance, Poll.1.16; cf. Lat. catabolicus.IV detraction, abuse, Phld.Rh.2.56S.: pl., Ph.2.571 codd.V perh. outer wrapper (cf.κατάβλημα 11.4
) of a bandage, Hp.Off.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβολή
-
46 κατηβολή
κατη-βολή, ἡ,A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750.2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηβολή
-
47 κατιτήρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατιτήρια
-
48 κρησίπαιδα
A v. Κρής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρησίπαιδα
-
49 λεχέρνα
λεχέρνα· ὑπὸ Ἀργείων ἡ θυσία ἐπιτελουμένη τῇ Ἥρᾳ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεχέρνα
-
50 οὐλοθυσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλοθυσία
-
51 Πανιωνικὴ
Πᾰνιωνικὴ θυσία,A = Πανιώνια, Str.8.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πανιωνικὴ
-
52 παυσάνεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παυσάνεμος
-
53 προηρόσιος
A before the time of tillage: προηροσία (sc. θυσία), ἡ, a festival at that time celebrated by Athens for the whole of Greece, Hyp.Fr.75, Lycurg.Fr.87 (- όσια cj. Sauppe), Aristid.1.196J., Lib.Decl.1.179, Sch.Ar.Pl. 1055, Phot., etc.: also [full] προηρόσια (sc. θύματα or ἱερά), τά, IG22.1029.16, Hsch., Suid. s.v. εἰρεσιώνη (gen. pl. - ιων in ambiguous in IG22.1363.6): sg. [suff] προηγορ-όσιον Sch.Ar.Eq. 725: cf. πληροσία, πρηροσία.II θεοὶ προηρόσιοι the gods in whose honour it was performed, Plu.2.1119e; π. Δημήτηρ ib.158d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προηρόσιος
-
54 προλόγια
προλόγ-ια, τά,A = θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη ([dialect] Lacon.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προλόγια
-
55 προσαυλέω
A perform on the flute, , Plu.Demetr.53: abs., Arist.Aud. 801b18; accompany in unison, Id.Pr. 921a26;τῇ θυσίᾳ Plu.2.632c
:— [voice] Pass., ib.1140d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαυλέω
-
56 προσχάραιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσχάραιος
-
57 προτελής
A = προτέλειος, θυσία sacrifice offered before a marriage, Agathocl.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτελής
-
58 προχέω
A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap. 241; ; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op. 596;σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192
; : metaph.,π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56
, cf.IG3.713.4;λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10
:—[voice] Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain,ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465
, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία.. προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.);προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19
; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense,ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll.
ap. Aët.9.40;αἷμα προχυθέν D.C.42.26
, cf. Opp.C.2.39. -
59 προχυταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχυταῖος
-
60 Πυθόχρηστος
A delivered by the Pythian god, μαντεύματα ib. 901;νόμοι X.Lac.8.5
; Πυθόχρηστον ἔσχον c. inf., Phld. Mus.p.85K.; ; κατὰ Πυθόχρηστον Arg. S.OCII declared or appointed by the Pythian oracle, ;ἀποικίας ἡγεμών Plu.2.163b
; E 9 (Delph., ii B.C.), IG3.241, Tim.Lex. s.v. ἐξηγηταί; θυσία Clitodem. 14.2 epith. of Aphrodite, SIG1014.74,160; of Dionysus, ib. 145; of Kore, ib.90 (Erythrae, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθόχρηστος
См. также в других словарях:
θυσία — θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc/acc dual θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
θυσίᾳ — θυσίαι , θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… … Dictionary of Greek
θυσίας — θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem acc pl θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσίαι — θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριβόλιο — Θυσία προς τιμήν της Κυβέλης Άττιδος κατά την αρχαιότητα. Είχε σχέση με το ταυροβόλιο, αλλά το θυσιαζόμενο ζώο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα κριάρι. Η θυσία συμβόλιζε τη δυαδικότητα της θεάς Κυβέλης και του θεού Άττη … Dictionary of Greek
θυσιάσας — θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem acc pl (doric) θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem gen sg (doric) θυσιάσᾱς , θυσιάζω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσίαν — θυσίᾱν , θυσία burnt offering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσιάσαι — θυσιά̱σᾱͅ , θυσιάζω sacrifice fut part act fem dat sg (doric) θυσιάζω sacrifice aor inf act θυσιάσαῑ , θυσιάζω sacrifice aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)