Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θινα

См. также в других словарях:

  • θίνα — η (ΑΜ θίς και θίν, γεν. θινός, ὁ και ἡ) νεοελλ. γεωλ. γεωμορφή αιολικής* προελεύσεως που απαντά σε έρημους και σε παράκτιες περιοχές, αμμόβουνα σχηματισμένα με την επενέργεια τού ανέμου αρχ. 1. σωρός 2. σωρός άμμου 3. αμμώδης ακτή, παραλία,… …   Dictionary of Greek

  • θίνα — η 1. σωρός άμμου ή αμμώδης παραλία. 2. στον πληθ., θίνες λοφοειδείς συσσωρεύσεις άμμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῖνα — θίς heap masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῖν' — θῖνα , θίς heap masc/fem acc sg θῖνε , θίς heap masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CALLA — apud Plin. l. 27. c. 8. duorum generum est: una sinnlis aro alterum genus eius quidam anchusam vecant radice rubr â etc. a Graeco κάλλη, quod homonymum. De purpureo enim colore vocem alias usurpat Hesych. Καλλιάνθη, πορφυρᾶ, lege κάλλη, ἄνθη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακέων — ἀκέων, ουσα (Α) σιωπηλά, αθόρυβα «βῆ δ ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34) «ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89) «ἀκέουσα κάθησο» (Α 565). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ ο τ. ἀκέων τής μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ). ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως] …   Dictionary of Greek

  • θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • θιν — θίν, ὁ καὶ ἡ (Α) (διάφ. τ. τού θίς)* βλ. θίνα …   Dictionary of Greek

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»