-
1 τροχ-ήλατος
τροχ-ήλατος, 1) vom Rade am Wagen gezogen, getrieben, δίφροι, Soph. El. 49; σκηναί, Aesch. Pers. 926; auch vom Wege, der durch die Wagen abgerieben ist, frg. 161; Eur. μανία, I. T. 82; der auch vrbdt σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, der Mord des mit dem Wagen geschleiften Hektors, Andr. 399. – 2) auf der Töpferscheibe gedreht, getrieben, λοπάς Xenarch. bei Ath. II, 64, λύχνος Ar. Eccl. 1.
-
2 τροχήλατος
τροχ-ήλατος, (1) vom Rade am Wagen gezogen, getrieben; auch vom Wege, der durch die Wagen abgerieben ist; σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, der Mord des mit dem Wagen geschleiften Hektors; (2) auf der Töpferscheibe gedreht, getrieben -
3 τροχηλατος
21) движущийся на колесах(σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.)
2) изборожденный колесами(τρίοδος Aesch.)
3) влекомый колесницей4) влекущий, т.е. впряженный в колесницу(πῶλος Eur.)
5) кружащий колесом, т.е. не дающий покоя, преследующий(μανία Eur.)
6) обработанный или выделанный на гончарном круге(λύχνος Arph.)
См. также в других словарях:
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek