Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεόθεν

См. также в других словарях:

  • θεόθεν — from the gods epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόθεν — (AM θεόθεν) επίρρ. από τον θεό («θεόθεν δ οὐκ ἔστ ἀλέασθαι», Ομ. Οδ.) αρχ. με τη θέληση, με τη βοήθεια ή με την εύνοια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεός + κατάλ. θεν, δηλωτική της προελεύσεως ή από τόπου κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… …   Dictionary of Greek

  • κνεφάζω — (Α) [κνέφοις] καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾՈՒՍՏ — ( ) NBH 1 0332 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 11c մ.ա. մանաւանդ ՅԱՍՏՈՒԱԾՈՒՍՏ. θεόθεν divinitus Առ ʼի յԱստուծոյ. յԱստուծոյ անտի. եւ Որ ինչ է յԱստուծոյ. ... *Երկնաւոր աստուածուստ պսակօք պատուեալ: Յերկնից աստուածուստ վկայեալ. Կիւրղ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՍՏՈՒԱԾՈՒՍՏ — ( ) NBH 2 0338 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c մ. θεόθεν divinitus. տե՛ս եւ ʼի բառն ԱՍՏՈՒԱԾՈՒՍՏ. Յաստուծոյ. առ ʼի յԱստուծոյ. յԱստուածակոյս կողմանէ. աստուծմէ, աստուծով. ... *Յաստուածուստ առեալ հրաման. Նիւս. ի սքանչ.: *Ո՛չ յԱստուածուստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»