-
1 θαῤῥαλέος
-
2 θαρραλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρραλέος
-
3 θαρραλέος
α, ο[ν] храбрый, смелый, отважный, бесстрашный;θαρραλέα κριτική — смелая критика
-
4 θαρραλέος
θαρσαλέοςdaring: masc nom sg (attic) -
5 θαρραλέος
3 смелый -
6 θαρραλέος
-α,-ον A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,13brave, confident -
7 θαρραλέος
[таррапэос] επ храбрый, смелый. -
8 θαρραλέος
cesur, yürekli, korkusuz -
9 θαρραλέος
courageux -
10 θαρραλέος
odważny przym. -
11 θαρραλέος
1) odvážný2) smělý3) statečný4) zmužilý -
12 θαρραλέος
1) bold2) courageous3) stoutΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θαρραλέος
-
13 φάρυμος
-
14 εὔ-ελπις
εὔ-ελπις, ιδος, 1) der gute Hoffnung hegt, voll guter Hoffnung, εὔελπίς εἰμι, mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Prom. 507; εὐέλπιδες ὄντες σωϑήσεσϑαι Thuc. 6, 24, wie Plat. Phaed. 63 c; πρὸς τὸν ϑάνατον Apol. 41 c, wie Luc. Demon. 6; καὶ ϑαῤῥαλέος Plat. Legg. II, 671 c; περί τινος, Hipp. min. 364 a; Din. 1, 93 u. Folgde. – 2) von Sachen, gute Hoffnung erregend, Thuc. 4, 62; Pol. 1, 32, 6 u. Sp.; τὸ εὔελπι, gute Hoffnung, D. Cass. 42, 1. 44, 27.
-
15 διά-θερμος
διά-θερμος, sehr warm, Hippocr.; übertr., οἱ νέοι ὑπὸ τῆς φύσεως, hitzig, Arist. rhet. 2, 12; καὶ ϑαῤῥαλέος Probl. 27, 3.
-
16 θαρσαλέος
θαρσαλέος, ion. u. altatt., später von Plat. an ϑαῤῥαλέος, gutes Muthes, getrost, kühn; πολεμιστής, Il. 21, 589 u. öfter; ϑαρσαλέος γὰρ ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν Od. 7, 51; ϑαρσ. καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης 17, 449, frech, wie ϑαρσαλέη, κύον ἀδδεές 19, 91; ϑαρσαλέοι καὶ τλήμονες, getrost aushaltend, Il. 21, 430; ϑαρσ. ἦτορ 19, 169; φωνή Pind. N. 9, 49; ϑαρσαλέαι ἐλπίδες, kühne Hoffnungen, Aesch. Prom. 534; in Prosa, τίνες ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν ϑαῤῥαλέοι εἰσίν Plat. Prot. 350 a; mit ἀνδρεῖος verglichen ib. 349 e; Lach. 182 c; ϑαῤῥαλέοι καὶ ϑρασεῖς Legg. I, 649 c. – Τὸ ϑαῤῥαλέον, das, woran man sich wagen kann, dem man sich ohne Furcht unterziehen kann, Plat. Prot. 359 c, im Ggstz v. δεινός, vgl. Lach. 195 b ff.; τἀληϑῆ εἰδότα λέγε ἀσφαλὲς καὶ ϑαῤῥαλέον Rep. V, 450 e; ἐν τῷ ϑαῤῥαλέῳ εἶναι Lys. 12, 49, in Sicherheit sein; vgl. Thuc. 2, 51. – Adv., ϑαῤῥαλέως ἔχειν πρὸς ϑάνατον, gutes Muthes sein, Plat. Apol. 34 e, εἰπεῖν u. ä., öfter, wie Sp.
-
17 ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος ( Her. ἀνδρήϊος, Theocr. 28, 10 ἀνδρέϊος), männlich, den Mann betreffend, dem γυναικεῖος entgeggstzt, αὐλός Her. 1, 17; Plat. δρᾶμα Rep. IV, 451 c; μαϑήματα Alc. 1, 187 a; ὑποδήματα Xen. Cyr. 8, 2, 5; ἱμάτιον Mem. 2, 7, 5; τὸ ἀνδρεῖον, das männliche Glied, Luc. D. meretr. 5 Mort. 28, 2. Dah. bes. männlich, muthig, ῥώμη Her. 7, 153. Bei Plat., der Gorg. 491 b erkl. ἀνδρ. ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, Ggstz von δειλός, Phaedr. 239 a; oft mit σώφρων vbdn, Prot. 349 ff.; von ϑαῤῥαλέος, dreist, unterschieden, wie von ϑρασύς, Arist. Eth. Nic. 3, 7; τὸ ἀνδρεῖον, Mannskraft, Thuc. 2, 39; τὰ ἀνδρεῖα, die gemeinschaftlichen Mahlzeiten der Männer bei den Kretern, wie die φειδίτια bei den Spartanern, Ath. V, 2, 186 b – Comp. ἀνδρειότερος, superl. - ότατος, Plat. – Adv., ἀνδρείως, männlich, Ar. P. 490; muthig, Plat.
-
18 θαρσαλεος
новоатт. θαρρᾰλέος 31) отважный, храбрый(πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὅ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.)
2) смелый, уверенный(ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.)
3) внушающий уверенность, не вызывающий беспокойстваτἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὴ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. — тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело
4) дерзкий, наглый(θ. καὴ ἀναιδής Hom.)
-
19 θαρσαλέος
A daring,πολεμιστής Il. 21.589
, etc.;ἦτορ 19.169
;φωνά Pi.N.9.49
; ἐλπίδες θ. confident, A.Pr. 536 (lyr.): c. inf., ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θαρρ. Pl.Prt. 350a;θ. περί τι Arist.Rh. 1383a15
: [comp] Comp. , Pl.Prt.l.c.; τὸ θαρσαλέον confidence,ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι Th.2.51
, cf. Lys.21.25: so in Adv., θαρραλέως ἔχειν to be of good courage,πρὸς θάνατον Pl.Ap. 34e
;πρὸς τοὺς πολεμίους X.An.2.6.14
: [comp] Comp.- ώτερον Isoc.Ep.7.3
.2 in bad sense, overbold, audacious,θ. καὶ ἀναιδής Od.17.449
;θαρσαλέη, κύον ἀδεές 19.91
;θ. καὶ θρασεῖς Pl.Lg. 649c
. Adv.,ψευδῆ λέγειν θαρραλέως Is.10.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαρσαλέος
См. также в других словарях:
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο επίρρ. α ο γεμάτος θάρρος: Θαρραλέα έκφραση γνώμης. – Απάντησε θαρραλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαρραλέος — θαρσαλέος daring masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
μπράβος — ο (Μ μπράβος) 1. μισθωτός σωματοφύλακας στην υπηρεσία πλουσίων και ισχυρών 2. (ως επίθ. αρσ.) γενναίος, θαρραλέος, ανδρείος νεοελλ. πληρωμένος ταραχοποιός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, ιδίως πολιτικού κόμματος ή προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
αγηνορώ — ἀγηνορῶ ( έω) (Α) [ἀγήνωρ] είμαι ανδρείος, θαρραλέος … Dictionary of Greek