-
1 θεσμοφόριον
θεσμο-φόριον, τό,A temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.Th. 278, 880, IG2.1059.12; at Delos, ib.11(2).159A17 (iii B.C.):— also [suff] θεσμο-εῖον Theon Prog.5:------------------------------------θεσμο-φόριον μέτρον, a form of dactylic metre, Mar.Vict.6.145 K.:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφόριον
-
2 θεσμοφύλαξ
A guardian of the law, of Moses, Ph.1.171:—usu. in pl. [suff] θεσμο-φύλακες, οἱ, a magistracy at Elis, Th.5.47, cf. D.S.5.67; at Alexandria, PHal.1.239 (iii B.C.); in Ceos, IG12(5).595 B16 (iii/ii B.C.); at Ptolemais, PFay.22.11 (i A.D.); [dialect] Boeot. [full] τεθμοφούλαξ IG7.3172.178 (Orchom.): —hence [suff] θεσμο-φῠλάκιον [ᾰ], τό, their office, PHal.1.234 (iii B.C.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφύλαξ
-
3 θεσμοδότης
θεσμο-δότης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοδότης
-
4 θεσμοθεσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθεσία
-
5 θεσμοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοποιέω
-
6 θεσμοπόλος
A = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοπόλος
-
7 θεσμοφόρια
θεσμο-φόρια, ων, τά, women's festival at Athens and elsewhere, in honour of Demeter Θες μοφόρος (q.v.), Hdt.2.171, Ar.Av. 1519, Th. 80, 182, al.; θ. ἑστιᾶν τὰς γυναῖκας to furnish the women's feastA at the Th., Is.3.80; at Ephesus, Hdt.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφόρια
-
8 θεσμοφοριάζω
A keep the Thesmophoria, X.HG5.2.29, Gloss.Oxy.1802.35; Θεσμοφοριάζουσαι, name of a play by Aristophanes.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφοριάζω
-
9 θεσμοφόριος
θεσμο-φόριος, ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφόριος
-
10 θεσμοφοριών
θεσμο-φοριών, ῶνος, ὁ, name of month at Heraclea ad Latmum, SIG633.55 (ii B.C.); in Crete, Hemerolog.Flor.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφοριών
-
11 θεσμοφόρος
θεσμο-φόρος, ον,A law-giving, epith. of Demeter, Hdt.6.91, 134, IPE2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.Aet.Oxy. 2079.10, D.S.1.14, etc.; σεμνὴ Θ. AP5.149 (Asclep.), cf. Luc.Tim.17; τὼ Θεσμοφόρω Demeter and Persephone, Ar.Th.83, al.;αἱ Θεσμοφόροι App.BC2.70
, Plu. Dio56, etc.; πότνια Θ., of Persephone, Pi.Fr.37; also, as a title of Dionysus, Orph.H.42.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφόρος
-
12 θεσμοφυλακικός
θεσμο-φῠλᾰκι<κ>ός, ή, όνA, νόμος Plu.2.292d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφυλακικός
-
13 θεσμοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοσύνη
-
14 θεσμός
Grammatical information: m.Meaning: `settled agreement, law, custom' (ψ 196).Compounds: Compp., e. g. θεσμο-θέται, ἔνθεσμος.Derivatives: θέσμιος, τέθμιος, θέθμιος `lawful, customary' (IA. Dor. etc.); θεσμοσύνη `lawfulness' (AP).Etymology: Comparison with synonymous OIr. deidmea, Welsh deddf f. (Thurneysen KZ 51, 57f., Loth Rev. celt. 45, 184) requires an IE protoform * dhedhmo-, -ā-, either with reduplication from * dhe-dh-m-o- (- dh- zero grade of θη- in θή-σ-ω etc.?) or from * dhe-dhm-o- (- dhm- zero grade of θεμ- in θέμις etc.); s. Schwyzer 492 n. 12. θε- could be the same form as in θέ-σις a. o., with suffixes - θμ- or - σμ-; the regular breath dissimilation was in θεθμός removed through influence of θέσις.Page in Frisk: 1,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεσμός
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
σκαμπίνοι — Δικαστικοί σύνεδροι στο κράτος των Φράγκων. Διορίζονταν από αντιπρόσωπους της κεντρικής κυβέρνησης και κόμητες. Ο θεσμός των Σ. πρωτοεμφανίστηκε με τη μεταρρύθμιση του Καρλομάγνου (809) και αντικατάστησε το θεσμό των ράχινμπουργκ, δηλαδή των… … Dictionary of Greek
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek