-
1 θεσμοθέτης
θεσμοθέτηςlawgiver: masc nom sgθεσμοθετέωto be a: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 θεσμοθέτης
A lawgiver, legislator, of Moses, Longin.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθέτης
-
3 θεσμοθέται
θεσμοθέτηςlawgiver: masc nom /voc plθεσμοθέτᾱͅ, θεσμοθέτηςlawgiver: masc dat sg (doric aeolic) -
4 θεσμοθέταις
θεσμοθέτηςlawgiver: masc dat pl -
5 θεσμοθέτην
θεσμοθέτηςlawgiver: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 θεσμοθέτου
θεσμοθέτηςlawgiver: masc gen sg -
7 θεσμοθέτας
θεσμοθέτᾱς, θεσμοθέτηςlawgiver: masc acc plθεσμοθέτᾱς, θεσμοθέτηςlawgiver: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 θεσμοθετών
θεσμοθέτηςlawgiver: masc gen plθεσμοθετέωto be a: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
9 θεσμοθετῶν
θεσμοθέτηςlawgiver: masc gen plθεσμοθετέωto be a: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
10 θεσμοθέτη
-
11 θεσμοθέτῃ
-
12 θεσμοθεσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθεσία
-
13 θεσμοθετέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοθετέω
См. также в других словарях:
θεσμοθέτης — lawgiver masc nom sg θεσμοθετέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θεσμοθέτης — ο θηλ. θεσμοθέτιδα, η αυτός που κωδικοποιεί θεσμούς (έθιμα και νόμους), νομοθέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσμοθέται — θεσμοθέτης lawgiver masc nom/voc pl θεσμοθέτᾱͅ , θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθετῶν — θεσμοθέτης lawgiver masc gen pl θεσμοθετέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέταις — θεσμοθέτης lawgiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτην — θεσμοθέτης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτου — θεσμοθέτης lawgiver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτῃ — θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτις — η βλ. θεσμοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοθέτης*] … Dictionary of Greek
θεσμοθετώ — (ΑΜ θεσμοθετῶ, έω) [θεσμοθέτης] θεσπίζω νόμους νεοελλ. καθιερώνω αρχ. είμαι θεσμοθέτης … Dictionary of Greek