-
1 θεσμοφύλαξ
A guardian of the law, of Moses, Ph.1.171:—usu. in pl. [suff] θεσμο-φύλακες, οἱ, a magistracy at Elis, Th.5.47, cf. D.S.5.67; at Alexandria, PHal.1.239 (iii B.C.); in Ceos, IG12(5).595 B16 (iii/ii B.C.); at Ptolemais, PFay.22.11 (i A.D.); [dialect] Boeot. [full] τεθμοφούλαξ IG7.3172.178 (Orchom.): —hence [suff] θεσμο-φῠλάκιον [ᾰ], τό, their office, PHal.1.234 (iii B.C.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφύλαξ
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek