-
1 θεσμοφόρος
θεσμο-φόρος, ον,A law-giving, epith. of Demeter, Hdt.6.91, 134, IPE2.13 (Panticapaeum, iv B.C.), Call.Aet.Oxy. 2079.10, D.S.1.14, etc.; σεμνὴ Θ. AP5.149 (Asclep.), cf. Luc.Tim.17; τὼ Θεσμοφόρω Demeter and Persephone, Ar.Th.83, al.;αἱ Θεσμοφόροι App.BC2.70
, Plu. Dio56, etc.; πότνια Θ., of Persephone, Pi.Fr.37; also, as a title of Dionysus, Orph.H.42.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεσμοφόρος
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
χρυσεμπαστοφόρια — τά, Α αντικείμενα με ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσέμπαστος + φόρια, πληθ. ουδ. τού φόριος (< φόρος*), πρβλ. θεσμο φόρια] … Dictionary of Greek